What does ἀρχῇ in Greek mean?
What is the meaning of the word ἀρχῇ in Greek? The article explains the full meaning, pronunciation along with bilingual examples and instructions on how to use ἀρχῇ in Greek.
The word ἀρχῇ in Greek means ξανά, πάλι, από την αρχή, αρχή, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία, αρχή, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αρχή, αρχή, κανόνας, πρώιμο στάδιο, αρχικό στάδιο, αρχή, έναρξη, αρχή, όργανο επιβολής, φορέας επιβολής, αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, έναρξη, αρχή, έναρξη, αρχή, αρχή, απαρχή, αρχικά, σημείο εκκίνησης, εκκίνηση, αρχή, έναρξη, αυγή, έναρξη, αρχή, η αρχή των αξόνων, αρχή, αρχή, διατυπώνω την αρχή, διατυπώνω την αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, αρχή, φτιάχνω κτ από την αρχή, ρυθμιστικός φορέας, κανονιστικός φορέας, αρχή, ξεκίνημα, ξεκίνημα, αξίωμα, αρχή, αρχή, η αρχή του δρόμου, αφετηρία, αρχή, αρχή. To learn more, please see the details below.
Meaning of the word ἀρχῇ
ξανά, πάλι(again, anew) Gina didn't like the colour she had used to paint the bedroom walls, so she bought another shade and painted them afresh. |
από την αρχή(in a new way) After our first attempt failed, we started to plan anew. |
αρχή(often plural (government organization) (συχνά στον πληθυντικό) Οι αρχές ερευνούν το στρατιωτικό σκάνδαλο. Authorities are looking into the military scandal. |
αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία(start) Εκείνο το talent show αποτέλεσε την αφετηρία της καριέρας μου. That talent show was the beginning of my career. |
αρχή(point or time when sth starts) (σημείο εκκίνησης) Ήταν προσεκτικός από την αρχή. He was careful from the beginning. |
ξεκίνημα(first stage of sth) (πρώτη σε μια σειρά από ενέργειες) Το να βγάλουμε την παλιά ταπετσαρία ήταν μόνο το ξεκίνημα της ανακαίνισης. Stripping the old wallpaper was just the beginning of the redecoration. |
αρχή, εκκίνηση, έναρξη(emergence) Η Φλωρεντία της Ιταλίας είδε το ξεκίνημα της αναγέννησης. Florence in Italy saw the beginning of the Renaissance. |
αρχή(origin) Η αντιπαλότητά τους έχει τις ρίζες της στα πρώτα σχολικά τους χρόνια. Their rivalry has its beginning in their early schooldays. |
αρχή(early stages) Το Γουόλμαρτ έκανε το ξεκίνημά του ως ένα μικρό μαγαζί στο Αρκάνσας. Walmart had its beginnings as a small retail store in Arkansas. |
κανόνας(accepted standard) (γενικός) Her behavior goes against the canon of ethics. |
πρώιμο στάδιο, αρχικό στάδιο(figurative (early phase) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τα γεννοφάσκια της, η οργάνωση είχε επαναστατικό χαρακτήρα. This project is still in its childhood. |
αρχή, έναρξη(formal (beginning of sth) A bugle call signaled the commencement of the ceremony. |
αρχή(military: authority) |
όργανο επιβολής, φορέας επιβολής(sb who carries sth out) |
αρχή(beginning) Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή. She was a good worker from the first. |
αρχή(beginning) If you're disabled, you can go to the front of the queue. |
αρχή(figurative (beginning of sth) |
αρχή(primary rule for conduct) Mark's guiding principle was to treat other people in the same way you would like them to treat you. |
έναρξη(starting up) The Vietnam War spurred the inauguration of the protest movement. |
αρχή, έναρξη(beginning) Το ίδρυμα βοηθά την κοινότητά μας από το ξεκίνημά της, το 1980. The foundation has helped our community since its inception in 1980. |
αρχή(beginning, initial stages) |
αρχή, απαρχή(figurative (early stages) Το σχέδιο είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο αλλά δεν έχει αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. The project's still in its infancy but hasn't encountered any problems. |
αρχικά(at first) Αρχικά νόμισα ότι ήταν ιδιωτική ερευνήτρια. Initially I thought she was a private investigator. |
σημείο εκκίνησης(figurative (starting point) (μεταφορικά) Learning the alphabet is a good jumping off point for children who wish to learn how to read. |
εκκίνηση, αρχή, έναρξη(informal, figurative (start, beginning) |
αυγή(figurative (beginning) (μεταφορικά) Ο Φρανκ βρίσκεται στην αυγή (or: αρχή) της καριέρας του. Frank is in the morning of his career. |
έναρξη, αρχή(beginning part) Το ξεκίνημα της ταινίας είναι πολύ δραματικό. The opening of the film is very dramatic. |
η αρχή των αξόνων(mathematics) The origin is where the x-axis and y-axis meet. |
αρχή(beginning) Από την αρχή υπήρχαν προβλήματα με αυτό το πρότζεκτ. There were problems with the project from the outset. |
αρχή(figurative (political policy) Anti-abortionism is a plank of the Republican party's platform. |
διατυπώνω την αρχή(put forward, propose) Darwin posited the notion of survival of the fittest as a principle in evolution. |
διατυπώνω την αρχή(with clause: postulate) (ότι/πως) The professor posited that students learn better in a comfortable environment. |
αρχή(principle, rule) Many people derive their good behavior from the precepts of religion. |
αρχή(basic rule) Our company operates on the principle of complete dedication from all our staff. |
αρχή(often plural (moral tenet) (συνήθως πληθυντικός) So, you got your girlfriend pregnant and then left her? Don't you have any principles?! |
αρχή(often plural (personal rule) (συνήθως πληθυντικός) Eating meat is against my principles. |
αρχή(science: natural law) It is a scientific principle that energy can neither be created nor destroyed. |
αρχή(method) These two devices work on the same principle. |
φτιάχνω κτ από την αρχή(figurative (restructure) (καθομιλουμένη) Θα πρέπει ουσιαστικά να φτιάξουμε όλη την εταιρεία από την αρχή. We're effectively going to have to rebuild the entire company. |
ρυθμιστικός φορέας, κανονιστικός φορέας(regulating body) Which agency's the regulator for food safety? |
αρχή(usually plural (basic principle) (μτφ: βασική έννοια) |
ξεκίνημα(lead, advantage) Το νούμερο δώδεκα έχει κάνει καλό ξεκίνημα. Number twelve is off to a good start. |
ξεκίνημα(beginnings: in life or business) Το ξεκίνημά μου σε αυτό τον κλάδο ήταν χάρη στον κ. Σάιμον. Mr. Simon gave me my start in this business. |
αξίωμα(principle) Οι ηθικές αρχές μας δεν μας επιτρέπουν να συμμετέχουμε σε μια τέτοια συμφωνία. Our moral tenets forbid us to enter into such an arrangement. |
αρχή(figurative (beginning) Βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής. We stand at the threshold of a new era. |
αρχή(figurative, informal (beginning) Let's sing it from the top. |
η αρχή του δρόμου(UK (higher end of road) They live at the top of the street. |
αφετηρία(starting point of route) (μονοπατιού) |
αρχή(first word: of a text) The very beginning of the Bible is one of its best-known passages. |
αρχή(first moment, starting point) Let's make the rules clear from the very beginning. |
Let's learn Greek
So now that you know more about the meaning of ἀρχῇ in Greek, you can learn how to use them through selected examples and how to read them. And remember to learn the related words that we suggest. Our website is constantly updating with new words and new examples so you can look up the meanings of other words you don't know in Greek.
Updated words of Greek
Do you know about Greek
Greek is an Indo-European language, spoken in Greece, Western and Northeastern Asia Minor, Southern Italy, Albania and Cyprus. It has the longest recorded history of all living languages, spanning 34 centuries. The Greek alphabet is the main writing system for writing Greek. Greek has an important place in the history of the Western World and Christianity; Ancient Greek literature has had extremely important and influential works on Western literature, such as the Iliad and the Odýsseia. Greek is also the language in which many texts are fundamental in science, especially astronomy, mathematics and logic, and Western philosophy, such as those of Aristotle. The New Testament in the Bible was written in Greek. This language is spoken by more than 13 million people in Greece, Cyprus, Italy, Albania, and Turkey.