Τι σημαίνει το y στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης y στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του y στο ισπανικά.

Η λέξη y στο ισπανικά σημαίνει και, y, και, και, και, συν, και, και, ολόκληρος, και, και, και, και, και, ενώ, μιας χρήσης, μιας χρήσεως, ζεστός, άνετος, υγρός, ασπρόμαυρος, ετερόκλητος, δεν εντυπωσιάζει, σπουδαιοφανής, ασήμαντος, μέτριος, κοινός, σε μεγάλο βαθμό, στο πι και φι, για ώρα, ή/και, να πάρει, fudge, φατζ, ελίτ, ρέντνεκ, τραμπάλα, φασαρία, ρου, Υπηρεσία Πολιτογράφησης και Μετανάστευσης, βουλιμαρεξία, παραλογοτέχνημα, φαγητό με φασόλια και καλαμπόκι, σουκιγιάκι, σίλαμπαμπ, ταμπουλέ, αρχή και τέλος, στίβος, ανάμειξη ναρκωτικών ουσιών, συνήθως κοκαΐνης με ηρωίνη ή μορφίνη, η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι, τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, κόπιτσα, Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α., Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών, ΕΚΑΧ, Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας, σάντουιτς με κρέας και τυρί, στέγαση και αστική ανάπτυξη, σχεδιομελέτη και παραγωγή με χρήση Η/Υ, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, κομπινεζόν, τα ναι και τα όχι, στήνω ενέδρα, σκαρφαλώνω, εναλλάσσω μεταξύ, ευρετικός, άσκοπος, ανούσιος, σαραντάρης, σαραντάρα, καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα, ασπρόμαυρος, σκληρή μεταχείριση, αγώνας, ανταγωνισμός, πράγματα, δούναι και λαβείν, μικρά ονόματα, υπερβάλλω, ευθυγραμμίζω, κανονικός, απλός, μέσος, ωμός, οξύς, διαπεραστικός, τρελά, σχισμή σε ξύλο, αρκτικόλεξο για το τάγμα της βασίλισσας Βικτωρίας της Μ.Βρετανίας και του συζύγου της, του Αλβέρτου, το τι κάνει κάποιος, Έλα!, συνδέω, ε και;, συνδέω, θαυμάσιος, καταπληκτικός, εξαιρετικός, υψηλή κοινωνία, επίβλεψη, επιτήρηση, τρολές, κλπ, αγοράζω και πουλώ, τι θα έλεγες να, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, γρήγορος, πολύ αδύνατος, υπερβολικά αδύνατος, κοινός, κοινότοπος, κοντόχοντρος, γεροδεμένος, υγρός, κοινός, συνήθης, χάντρινος, παραπλανημένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης y

και

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Compré cerveza y vino
Αγόρασα μπίρα και κρασί.

y

(25o γράμμα αγγλικού αλφάβητου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
¿Cuántas 'y' hay en 'mystify'?
Πόσα «y» υπάρχουν στη λέξη «mystify»;

και

(ως αποτέλεσμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Trabaja duro y triunfarás.
Προσπάθησε περισσότερο και θα τα καταφέρεις.

και

(έπειτα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Me vestí y bajé las escaleras.
Ντύθηκα και κατέβηκα κάτω.

και, συν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Dos y dos son cuatro.
Δύο και (or: συν) δύο ίσον τέσσερα.

και

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Tengo que elegir entre caminar y conducir.
Πρέπει να διαλέξω μεταξύ του να πάω με τα πόδια και του να οδηγήσω.

και

(συνάμα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Esto te hará sentir caliente y cómodo.

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Caminó kilómetros y kilómetros.
Περπάτησε μίλια ολόκληρα.

και

(άλλη ποιότητα, ικανότητα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Hay profesores y profesores.
Υπάρχουν καθηγητές και καθηγητές!

και

(αλλαγή θέματος)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
La policía ha estudiado todas las pruebas y entiendo que han acusado a alguien en relación con el crimen.

και

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Trabaja de traductor y asistente administrativo a la vez.
Βρήκε δουλειά ως μεταφράστρια-βοηθός διαχειριστή.

και

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

και

conjunción (hora)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Te veo esta tarde a las cuatro y cinco.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα σε δω στις τέσσερις και πέντε το απόγευμα.

ενώ

Incluso si hacemos el mismo trabajo, él gana $50.000 al año mientras que yo solo gano $40.000.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

μιας χρήσης, μιας χρήσεως

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Siempre usamos platos y vasos desechables cuando damos una fiesta para que la limpieza sea más fácil.
Όταν κάνουμε πάρτι πάντοτε χρησιμοποιούμε πιάτα και ποτήρια μιας χρήσης για να είναι λίγο πιο εύκολο το μετέπειτα συγύρισμα.

ζεστός, άνετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El tiempo de fuera era horrible, pero Mark se sentía a gusto y caliente frente al fuego.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι ήταν χουχουλιάρικη παρά το κρύο που έκανε έξω.

υγρός

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La piel de la mujer inconsciente estaba sudada y el rostro estaba rosado.

ασπρόμαυρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La familia no podía comprar un televisor nuevo, así que miraban los programas en una vieja pantalla monocromática.

ετερόκλητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El heterogéneo elenco tuvo una actuación sorprendentemente buena.

δεν εντυπωσιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπουδαιοφανής

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ασήμαντος, μέτριος, κοινός

(όχι κάτι το ιδιαίτερο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε μεγάλο βαθμό

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perder este contrato nos perjudicará sobremanera.

στο πι και φι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Espérame aquí. ¡Enseguida vuelvo!

για ώρα

(λεπτά, ώρες)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ή/και

conjunción

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)

να πάρει

(antiguo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

fudge, φατζ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anne les compró dulce a sus hijos.
Η Άν αγόρασε λίγο φατζ για τα παιδιά της.

ελίτ

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una pequeña élite controla todos los ascensos en la universidad.

ρέντνεκ

(voz inglesa)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No los escuches, son unos redneck.

τραμπάλα

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las hermanas jugaban juntas en el balancín.

φασαρία

(σημασία, προσοχή σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No entiendo por qué algunos hacen tanto lío por la ortografía.
Δεν καταλαβαίνω γιατί μερικοί κάνουν τόση φασαρία για την ορθογραφία.

ρου

(cocina, voz francesa) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Para hacer una buena salsa, primero tienes que hacer un roux.

Υπηρεσία Πολιτογράφησης και Μετανάστευσης

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El SIN envió una carta a la nueva casa del inmigrante.

βουλιμαρεξία

(combinación de bulimia y anorexia) (διατροφική διαταραχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραλογοτέχνημα

(ES) (ανούσιο έργο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φαγητό με φασόλια και καλαμπόκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

σουκιγιάκι

(γιαπωνέζικο φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σίλαμπαμπ

(αγγλικό γλυκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ταμπουλέ

(είδος σαλάτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αρχή και τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eso es todo, no voy a seguir discutiendo.

στίβος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Talia es buena en casi todos los deportes, pero sobresale en atletismo.

ανάμειξη ναρκωτικών ουσιών, συνήθως κοκαΐνης με ηρωίνη ή μορφίνη

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τιμή, ασφάλεια και ναύλος συμπεριλαμβάνονται στην τιμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων

(των ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόπιτσα

(ραπτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου

(sigla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.

(sigla) (συντομογραφία)

Υπουργείο Παιδιών και Οικογενειών

(acrónimo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ΕΚΑΧ

(Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σάντουιτς με κρέας και τυρί

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στέγαση και αστική ανάπτυξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχεδιομελέτη και παραγωγή με χρήση Η/Υ

(sigla en inglés)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων

(sigla en inglés)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κομπινεζόν

(ES)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τα ναι και τα όχι

Acá hay una lista de normas para tener peces tropicales.

στήνω ενέδρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los forajidos se emboscaron para esperar el paso de la diligencia.

σκαρφαλώνω

(κάτι ή σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él escaló con habilidad el árbol y cogió un mango.

εναλλάσσω μεταξύ

ευρετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άσκοπος, ανούσιος

(discurso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dispersa charla parecía infinita.

σαραντάρης, σαραντάρα

(informal)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Mi padre empezó a perder el pelo cuando era cuarentón.

καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα

Por el pavoneo que se traía, los compañeros de Nina sabían que estaba contenta consigo misma.
Οι συνάδελφοι της Νίνας καταλάβαιναν από το καμαρωτό περπάτημά της πως αισθανόταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

ασπρόμαυρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sorprendentemente, la fotografía monocromática tenía mucho detalle.

σκληρή μεταχείριση

αγώνας, ανταγωνισμός

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No lograrán hacer nada hasta que detengan la lucha y empiecen a tirar los dos para el mismo lado.

πράγματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Audrey and Tania habían bebida y se quedaron hasta la madrugada hablando de tonterías.

δούναι και λαβείν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρά ονόματα

Los nombres del Sr. Wilson son Howard y Nicholas.
Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας.

υπερβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ευθυγραμμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor alineá los cuadros en la pared para que estén todos derechos.

κανονικός, απλός, μέσος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es un martillo común, no tiene nada de especial.
Ένα κανονικό (or: απλό) σφυρί είναι, τίποτα το ιδιαίτερο.

ωμός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siempre es mejor decir la pura verdad.
Είναι πάντα καλύτερα να λες την ωμή αλήθεια.

οξύς, διαπεραστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρελά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivían locamente y nunca ahorraban nada.
Ζουν τρελά, χωρίς να αποταμιεύουν τίποτε.

σχισμή σε ξύλο

(για εισαγωγή άλλου ξύλου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los lados del cajón están fijados con ensambladuras.

αρκτικόλεξο για το τάγμα της βασίλισσας Βικτωρίας της Μ.Βρετανίας και του συζύγου της, του Αλβέρτου

(sigla)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το τι κάνει κάποιος

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siempre está hablando de las actividades de sus vecinos.
Πάντοτε μιλάει για το τι κάνουν οι γείτονές του.

Έλα!

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El vendedor gritó: "¡Acérquense, acérquense todas las damas, zapatos a mitad de precio!"
Ο υπαίθριος πωλητής φώναξε, «Ελάτε! Ελάτε! Όλα τα γυναικεία παπούτσια τώρα στη μισή τιμή!»

συνδέω

(κάτι, κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ε και;

interjección

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mario gana más dinero que tú. ¿Y?
Ο Μάριο πληρώνεται περισσότερο από σένα. Ε και;

συνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En este poema, el poeta exitosamente interconecta la alegría y el enojo.

θαυμάσιος, καταπληκτικός, εξαιρετικός

(coloquial, acrónimo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υψηλή κοινωνία

Se cree mejor que nosotros, y le gusta relacionarse con la élite.
Νομίζει ότι είναι καλύτερη από μας και της αρέσει να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία.

επίβλεψη, επιτήρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos supervisión para el baile del colegio.

τρολές

(voz inglesa) (κεραία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El tranvía estaba enganchado al trolley.
Το τραμ ήταν συνδεδεμένο με τρολέ.

κλπ

(abreviatura)

αγοράζω και πουλώ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se dedica a especular con acciones.

τι θα έλεγες να

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Qué tal si vamos al cine esta noche?
Τι θα έλεγες να πηγαίναμε σινεμά απόψε;

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna no gana mucho y está prácticamente en la pobreza.

γρήγορος

(caminar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marcia camina a paso ligero.
Η Μάρσα περπατά με γρήγορο ρυθμό.

πολύ αδύνατος, υπερβολικά αδύνατος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los prisioneros estaban escuálidos y sufrían graves problemas de salud.

κοινός, κοινότοπος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En estos tiempos es común que alguien cuente su vida en un blog.

κοντόχοντρος, γεροδεμένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al bajo y fornido chaval le costó cerrar la cremallera de su chaqueta.

υγρός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Greg decidió no alquilar ese departamento frío y húmedo.

κοινός, συνήθης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χάντρινος

(ojos) (λόγιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παραπλανημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του y στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του y

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.