Τι σημαίνει το wrecked στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης wrecked στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του wrecked στο Αγγλικά.

Η λέξη wrecked στο Αγγλικά σημαίνει κατεστραμμένος, χαλάω, χαλώ, στουπί, κόκαλο, φέσι, γκολ, ναυάγιο, ναυάγιο, συντρίμμι, τροχαίο, ατύχημα, δυστύχημα, σαράβαλο, ερείπιο, ράκος, σαραβαλιάζω, καταστρέφω, διαλύω, καταστρέφω, καταστρέφω, διαλύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης wrecked

κατεστραμμένος

adjective (destroyed, badly damaged) (κυριολεκτικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The emergency services removed the wrecked vehicles from the motorway.

χαλάω, χαλώ

adjective (figurative (plans: ruined, spoiled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard was unhappy because of his wrecked plans.
Ο Ρίτσαρντ ήταν στενοχωρημένος γιατί χάλασαν τα σχέδιά του.

στουπί, κόκαλο, φέσι, γκολ

adjective (slang, figurative (extremely drunk) (αργκό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Rob got completely wrecked at the party.

ναυάγιο

noun (remains of ship)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are a lot of wrecks in the waters around this coast.
Υπάρχουν πολλά ναυάγια στα νερά γύρω από αυτή την ακτή.

ναυάγιο

noun (ship: action of being wrecked)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The wreck occurred in dreadful weather conditions.

συντρίμμι

noun ([sth] ruined) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the fire, Mary gazed at the wreck of her home; she had lost everything.
Μετά τη φωτιά η Σάρα κοίταζε τα ερείπια του σπιτιού της. Είχε χάσει τα πάντα.

τροχαίο, ατύχημα, δυστύχημα

noun (US (car crash)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A wreck on Larry's route to work caused delays and made him late.
Ένα τροχαίο στον δρόμο του Λάρι για την δουλειά προκάλεσε καθυστερήσεις και τον έκανε να αργήσει.

σαράβαλο

noun (old car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You're not driving that old wreck, are you? Why don't you get a new car?
Δεν θα οδηγήσεις αυτό το σαράβαλο, ε; Γιατί δεν παίρνεις ένα καινούριο αυτοκίνητο;

ερείπιο, ράκος

noun ([sb] devastated, exhausted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Zoe was a wreck after working fourteen-hour days for six months.
Αφού δούλευε δέκα τέσσερις ώρες την ημέρα επί έξι μήνες η Ζωή ήταν ράκος.

σαραβαλιάζω

transitive verb (destroy: car, bike) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry wrecked his car when he drove it into a tree.
Ο Χάρι σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του όταν έπεσε πάνω σε ένα δέντρο.

καταστρέφω, διαλύω

transitive verb (ruin) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rain wrecked Melanie's plans to go on a picnic.
Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ.

καταστρέφω

transitive verb (reputation: destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scandal wrecked the politician's reputation; he never worked again.
Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά.

καταστρέφω, διαλύω

transitive verb (ship: destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The storm wrecked the ship.
Η καταιγίδα διέλυσε το πλοίο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του wrecked στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του wrecked

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.