Τι σημαίνει το winter στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης winter στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του winter στο Αγγλικά.
Η λέξη winter στο Αγγλικά σημαίνει χειμώνας, χειμωνιάτικος, χειμερινός, χειμωνιάτικος, δύση, περνάω το χειμώνα, βάζω κάποιον να ξεχειμωνιάσει, χειμερινό ηλιοστάσιο, χειμωνιάτικες μπότες, χειμερινές διακοπές, χειμωνιάτικο παλτό, χειμερινή σοδειά, χειμωνιάτικη ημέρα, σκούφος, μπουφάν, τζάκετ, χειμερινό θέρετρο, χειμερινό ηλιοστάσιο, κολοκύθι, χειμερινές διακοπές, μαγικό χειμωνιάτικο τοπίο, θάνατος λόγω ψύχους, θάνατος λόγω ψύχους, σκοτώνω λόγω ψύχους, σκοτώνω λόγω ψύχους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης winter
χειμώναςnoun (coldest season) (εποχή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) It was one of the coldest winters on record. Ήταν ένας από τους πιο κρύους χειμώνες που έχουν καταγραφεί. |
χειμωνιάτικοςadjective (clothing: for cold weather) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don't forget your winter coats. |
χειμερινός, χειμωνιάτικοςadjective (weather: typical of winter) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We get lots of winter snow. |
δύσηnoun (figurative (end of life) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's reaching the winter of his life. Πλησιάζει τη δύση της ζωής του. |
περνάω το χειμώναintransitive verb (spend the winter) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We like to winter in Florida. |
βάζω κάποιον να ξεχειμωνιάσειtransitive verb (keep during the winter) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They winter the cows in a large barn. |
χειμερινό ηλιοστάσιοnoun (shortest day) |
χειμωνιάτικες μπότεςplural noun (for use in snow and cold) |
χειμερινές διακοπέςnoun (US (holiday period) |
χειμωνιάτικο παλτόnoun (long thick overcoat for cold weather) |
χειμερινή σοδειάnoun (food grown for harvest in winter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χειμωνιάτικη ημέραnoun (day in winter) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We got married on a cold but sunny winter's day. |
σκούφοςnoun (woollen hat worn in cold weather) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπουφάν, τζάκετnoun (short thick or padded coat) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χειμερινό θέρετροnoun (holiday destination in wintertime) |
χειμερινό ηλιοστάσιοnoun (shortest day) Winter solstice marks the shortest day of the year. |
κολοκύθιnoun (marrow-like vegetable) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χειμερινές διακοπέςnoun (holiday taken in winter) |
μαγικό χειμωνιάτικο τοπίοnoun (figurative (snow-covered scene) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) It snowed in the night, and we awoke to a winter wonderland. |
θάνατος λόγω ψύχουςnoun (US (plants: death due to cold winter) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
θάνατος λόγω ψύχουςnoun (US (animals: death due to cold winter) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σκοτώνω λόγω ψύχουςtransitive verb (US (plants: kill by exposure to cold) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκοτώνω λόγω ψύχουςtransitive verb (US (animals: kill by exposure to cold) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του winter στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του winter
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.