Τι σημαίνει το waving στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης waving στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του waving στο Αγγλικά.
Η λέξη waving στο Αγγλικά σημαίνει κούνημα, που χαιρετά, που κυματίζει, που ανεμίζει, κύμα, κούνημα του χεριού, κύμα, κουνάω το χέρι, γνέφω, χαιρετώ, χαιρετάω, κύμα, κύμα, κύμα, κύμα, κυματίζω, κουνάω, κουνώ, ανεμίζω, κουνώ, κουνάω, κάνω κυματιστό, επίδειξη πατριωτισμού, πατριωτικός, πατριώτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης waving
κούνημαnoun (moving [sth] in hand) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There was much waving of hats and handkerchiefs when the prince arrived. |
που χαιρετάadjective (gesturing with hand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The king drove past the waving crowd. |
που κυματίζει, που ανεμίζειadjective (fluttering) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I looked at the waving flags of the fans in the stadium. |
κύμαnoun (ocean, water: undulation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The ocean waves rocked the boat. Τα κύματα της θάλασσας κλυδώνιζαν τη βάρκα. |
κούνημα του χεριούnoun (hand gesture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amanda acknowledged Tim with a wave as she went past. Η Αμάντα χαιρέτισε τον Τιμ με ένα κούνημα του χεριού καθώς περνούσε. |
κύμαnoun (figurative (series) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There was a wave of protests after the announcement of the new policy. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το δημοσίευμα προκάλεσε θύελλα διαμαρτυρίας. |
κουνάω το χέριintransitive verb (gesture hello, goodbye) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He was waving at her from the end of the pier. Της κουνούσε το χέρι από την άκρη της προβλήτας. |
γνέφωtransitive verb (gesture: hello, goodbye) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She waved goodbye to him. Τον αποχαιρέτησε γνέφοντάς του. |
χαιρετώ, χαιρετάω(gesture in greeting) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brent waved at his sons as he approached the house. Ο Μπρεντ χαιρέτησε τους γιους του ενώ πλησίαζε το σπίτι. |
κύμαnoun (undulation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The meter showed a sine wave. |
κύμαnoun (weather: surge) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A wave of cold air swept through the region last night. |
κύμαnoun (figurative (surge: of enthusiasm) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There was a wave of enthusiasm after the team's win. |
κύμαnoun (figurative (rush of people) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A wave of people flowed into the stadium after they opened the doors. |
κυματίζωintransitive verb (flutter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Three flags were waving in the wind. |
κουνάω, κουνώtransitive verb (hold aloft) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Everybody ran when he started waving a gun. |
ανεμίζω, κουνώ, κουνάωtransitive verb (agitate, make flutter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The spectators at the parade were waving flags. |
κάνω κυματιστόtransitive verb (hair: curl) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She waved her hair using her curling iron. Έκανε τα μαλλιά της κυματιστά με ένα σίδερο για μπούκλες. |
επίδειξη πατριωτισμούnoun (patriotism) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I'm sick and tired of all his flag-waving. |
πατριωτικός, πατριώτηςadjective (informal (very patriotic) (σε υπερβολικό βαθμό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The flag-waving family celebrates every national holiday enthusiastically. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του waving στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του waving
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.