Τι σημαίνει το vouloir στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vouloir στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vouloir στο Γαλλικά.

Η λέξη vouloir στο Γαλλικά σημαίνει θέλω, -, θέλω, θέλω, θέλω, θέλω, θέλω κτ πολύ για να γίνει, θέλω, θα ήθελα, θέλω, προτιμώ, θα ήθελα, λαχταρώ, ποθώ, θέλω, -, κακία, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, σημαίνω, σημαίνω, πάω χαμένος, σημαίνω, πρόθυμος, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, αποφασισμένος, πεισμωμένος, αμετανόητος, είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ, -, δεν θα, στοχεύω ψηλά, σημειωτέον δε, χωρίς παρεξήγηση, καπάτσος, θα, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα, συγγνώμη, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα, τη φυλάω σε κάποιον, κρατάω, υπονοώ, υπαινίσσομαι, θέλω πολύ, κρατάω κακία, θέλω να εκδικηθώ κάποιον, δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ, δεν το ήθελα, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, θέλω να συμμετάσχω, έχω πικρία, θέλω να φύγω, υπονοώ, υπαινίσσομαι, φθονώ, θέλω, είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος, τα βάζω με τον εαυτό μου, θέλω, επιθυμώ, ταραγμένος, αναστατωμένος, αποφασισμένος να κάνω κτ, αμετανόητος για κτ, ζηλεύω, δεν λέω να, θέλω, κρατάω κακία σε κπ, κρατάω κακία σε κπ, τα βάζω με τον εαυτό μου για κτ, νιώθω άσχημα που, φθονώ, φθονώ, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, νόημα, λυπάμαι, κρατάω κακία σε κπ για κτ, φθονώ, νιώθω άσχημα για κτ, σημαίνω, σημαίνω, μετά χαράς να κάνω κτ, προμηνύω, θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου, παράπονο, θέλω να βγω, εκτιμώ, είμαι αποφασισμένος, σύμφωνα με, σκοπεύω, τρέφω, σημαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vouloir

θέλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je veux vraiment un morceau de gâteau mais je suis au régime.
Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα.

-

(sens négatif : impossibilité) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Cette serrure ne veut pas s'ouvrir (or: ne s'ouvre pas).
Η κλειδαριά δεν λέει να ανοίξει.

θέλω

(requérir la présence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je te veux ici à neuf heures ce soir.
Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.

θέλω

verbe transitif (achat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bonjour. Je voudrais une pellicule pour mon appareil.

θέλω

verbe transitif (désir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fais ce que tu veux ! Moi, je pars dans cinq minutes.

θέλω

verbe transitif (volonté)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si le coureur le veut suffisamment, il battra le record.
Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut le vouloir pour que cela se produise.

θέλω

(sexuellement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θα ήθελα

verbe transitif (au conditionnel)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je voudrais (or: j'aimerais) une tasse de café, s'il vous plaît.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

θέλω, προτιμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux faire ce que tu veux (or: désires) jusqu'à ce que j'arrive ; après, on nettoiera la maison.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

θα ήθελα

verbe transitif (au conditionnel présent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon mari et moi aimerions (or: souhaiterions) vous remercier pour votre aide.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tania veut un nouveau smartphone.

θέλω

locution verbale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je veux devenir médecin quand je serai grand.
Θέλω να γίνω γιατρός όταν μεγαλώσω.

-

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je ne lui en veux pas, malgré tout ce qu'il a fait.
Δεν του κρατάω κακία, παρά τα όσα μου έχει κάνει.

κακία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom peut parfois faire preuve de rancune.
Ο Τομ πράγματι μπορεί να κρατήσει κακία.

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je regrette de ne pas pouvoir l'aider plus.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Que signifie le mot "available" ?
Τι πάει να πει «available»;

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Savez-vous ce que signifie ce mot ?

πάω χαμένος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lumière verte signifie "Allez-y".
Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε».

πρόθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je suis prêt (or: disposé) à faire le repas ce soir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εγώ πάντως δεν είμαι διατεθειμένος να πληρώνω χρέη άλλων.

μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura a toujours voulu rentrer chez elle depuis qu'elle a quitté la maison.
Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε.

αποφασισμένος, πεισμωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Είναι αποφασισμένος να έρθει απόψε παρά την κακοκαιρία.

αμετανόητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Malgré les articles négatifs dans la presse, le politicien n'éprouvait aucun remords.

είμαι αποφασισμένος να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le père de la victime veut à tout prix se venger.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Je ne ferais pas ça si j'étais toi.
Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα το έκανα αυτό. Έσπρωξα την πόρτα με όλη μου τη δύναμη αλλά δεν έλεγε να ανοίξει.

δεν θα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne te le redirai pas : range ta chambre !

στοχεύω ψηλά

σημειωτέον δε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vous prie de bien vouloir prendre note de la date limite de soumission des projets.

χωρίς παρεξήγηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καπάτσος

(familier) (καθομιλουμένη: ικανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une vraie fonceuse : elle va sûrement grimper les échelons de la société rapidement.

θα

(avec « nous » ou « on »)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
On va au cinéma ce soir ?
Να πάμε σινεμά απόψε;

ζητάω κτ ως αντάλλαγμα

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si je te rends ce service, il se peut que je veuille quelque chose en retour.

συγγνώμη

(soutenu)

συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/ριψοκίνδυνα

locution verbale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il conduit cette voiture comme s'il voulait mourir.

τη φυλάω σε κάποιον

locution verbale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce prof m’en veut depuis que j’ai renversé du soda en classe.

κρατάω

locution verbale (κάτι σε κάποιν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle l'a insulté il y a des années et il lui en veut toujours.
Τον προσέβαλε πριν χρόνια αλλά ακόμα της το κρατάει μανιάτικο.

υπονοώ, υπαινίσσομαι

verbe transitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu veux dire que tu n'aimes pas ma chemise, c'est ça ?

θέλω πολύ

Elle tenait absolument à partir en voyage au Japon. Le petit garçon tenait absolument à avoir un chiot pour Noël.

κρατάω κακία

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να εκδικηθώ κάποιον

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle m'en veut depuis qu'elle a appris que je sors avec son ex.

δεν θέλω να έχω να κάνω με κπ/κτ, δεν θέλω παρτίδες με κπ/κτ

locution verbale

Cet homme n'apporte que des ennuis et je ne veux rien avoir à faire avec lui !

δεν το ήθελα

locution verbale (για κάτι αρνητικό που προκάλεσα)

δεν δέχομαι κτ με τίποτα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle veut faire de la randonnée toute seule mais ses parents ne veulent pas en entendre parler. J'ai voulu payer le dîner mais il n'a pas voulu en entendre parler.

θέλω να συμμετάσχω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω πικρία

locution verbale

θέλω να φύγω

locution verbale (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Après que son copain l'a frappée, Ophelia a décidé qu'elle voulait partir.

υπονοώ, υπαινίσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où veux-tu en venir ?
Τι υπονοείς;

φθονώ

(με μια δόση ζήλιας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mary en veut à son ex-mari.
Η Μέρι απεχθάνεται τον πρώην άντρα της.

θέλω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu veux aller manger ?

είμαι πρόθυμος, είμαι σύμφωνος

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis prêt à finir le rapport moi-même, mais il faut me laisser plus de temps.
Είμαι πρόθυμη (or: σύμφωνη) να τελειώσω την αναφορά η ίδια, αλλά θα πρέπει να μου δώσεις περισσότερο χρόνο.

τα βάζω με τον εαυτό μου

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tania s'est rendu compte qu'Audrey avait raison et elle s'en veut depuis.

θέλω, επιθυμώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu veux venir, monte dans la voiture !
Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!

ταραγμένος, αναστατωμένος

locution verbale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
J'en veux à mon patron de ne pas m'avoir accordé d'augmentation.

αποφασισμένος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμετανόητος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'acteur n'éprouve aucun remords concernant les propos controversés qu'il a tenus dans une interview à la radio.

ζηλεύω

(ζήλια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δεν λέω να

(exprime un refus) (άρνηση, επιμονή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ne veut rien écouter !
Δεν λέει να ακούσει τη φωνή της λογικής!

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis désolé, je ne voulais pas te faire de mal.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

κρατάω κακία σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατάω κακία σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fred en voulait à ses frères.

τα βάζω με τον εαυτό μου για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νιώθω άσχημα που

(έκανα κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φθονώ

(κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon frère, dont l'entreprise vient de faire faillite, m'envie ma réussite.
Ο αδελφός μου, η εταιρεία του οποίου χρεοκώπησε, με φθονεί πραγματικά για την επιτυχία μου. Η Τζέιμι φθονούσε την καλύτερή της φίλη κάθε φορά που εκείνη έβγαινε ραντεβού ενώ η ίδια έπρεπε να περάσει το βράδυ μόνη της.

φθονώ

locution verbale (με μια δόση ζήλιας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Margaret en veut à son fils pour sa dépendance à la drogue.
Η Μάργκαρετ αγανακτεί για τον εθισμό του γιου της στα ναρκωτικά.

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

(να κάνω κάτι)

Gerald veut à tout prix trouver un emploi.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

νόημα

verbe transitif

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il est difficile de dire avec un message écrit si quelqu'un veut être ironique ou pas.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις από ένα γραπτό μήνυμα αν το νόημα είναι κυριολεκτικό ή ειρωνικό.

λυπάμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je suis désolé d'avoir à vous dire cela, mais elle est partie.
Λυπάμαι που πρέπει να σου το πω, αλλά έφυγε.

κρατάω κακία σε κπ για κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie en veut à son voisin d'avoir coupé la haie qui se trouvait en fait sur sa propriété.

φθονώ

locution verbale (με μια δόση ζήλιας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils nous en voulaient d'avoir de meilleures places qu'eux.
Μας φθονούσαν επειδή είχαμε καλύτερες θέσεις από αυτούς.

νιώθω άσχημα για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημαίνω

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un vent comme ça signifie qu'il va y avoir de l'orage.

σημαίνω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand le chien aboie, cela signifie (or: veut dire) qu'un danger n'est pas loin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πράσινο φως σημαίνει (or: πάει να πει) ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε.

μετά χαράς να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tu as faim, je veux bien te cuisiner quelque chose.
Αν πεινάς, χαρά μου να σου φτιάξω κάτι να τσιμπήσεις.

προμηνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce présage veut dire de grandes choses pour l'avenir.

θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράπονο

(figuré, familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le client a une dent contre la direction.

θέλω να βγω

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ouvre la porte, le chat veut sortir.

εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bien qu'ils ne soient plus ensemble, Sarah tient toujours à son ex-mari en tant qu'ami.

είμαι αποφασισμένος

(να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je veux gagner cette course, même si ça doit me tuer.
Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει!

σύμφωνα με

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La légende veut que les lacs soient les empreintes d'un géant.

σκοπεύω

verbe transitif (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony veut finir son verre en une gorgée.
Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά.

τρέφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George n'en veut aucunement aux gens dont les vues diffèrent complètement des siennes.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non, je ne peux pas t'emmener chez ta sœur maintenant, parce que ça impliquerait de traverser toute la ville en voiture et revenir à l'heure de pointe.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vouloir στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.