Τι σημαίνει το viver στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης viver στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του viver στο πορτογαλικά.

Η λέξη viver στο πορτογαλικά σημαίνει ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, πορεύομαι, κατοικώ, διαμένω, μένω, ζω, κατοικώ, ενυπάρχω, ζω, κάνω πραγματικότητα, ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου, τα βγάζω πέρα με κτ, απολαμβάνω τη ζωή, δίψα για ζωή, ζω σαν γουρούνι, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, το ρίχνω έξω, ζω στα άκρα, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, ζω στη φτώχεια/ένδεια, ζω τρεφόμενος μόνο με, ζω απλά/απλοΐκά, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, ζω άνετα, έρχομαι κοντά στη φύση, ζω στην επαρχία, ζω μόνος, συζώ, ζω με, συγκατοικώ με, ζω χωρίς, ζω χωριστά, ζω χώρια, ζω με κτ, ζω από κτ, ανταποκρίνομαι σε κτ, ζω με κτ, κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου, ζω όλο μου τον χρόνο, το ρίχνω έξω, το καίω, αντέχω/κρατάω για πάντα, ζω ελεύθερα, ζω ανεξάρτητα, ζω αντισυμβατικά, ζω χωρίς σκοπό, αποδέχομαι, υπομένω, επιβιώνω με κτ, στερούμαι, ζω σε βάρος κάποιου, κάνω μεγάλη ζωή, φωλιάζω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης viver

ζω, μένω

(residir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luca vive no segundo andar.
Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dois empregos de tempo integral não é uma maneira de viver.

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O rei não está morto! Ele vive!
Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)!

ζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sim, ele ainda vive. Deve estar com uns noventa anos.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

ζω

(existir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As baratas têm vivido por milhões de anos.
Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

ζω, επιβιώνω

(subsistir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muitas pessoas em todo o mundo vivem com menos de um dólar por dia.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.

ζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você não pode trabalhar sua vida toda; você tem que viver!
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

ζω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Muitos monges vivem uma vida espartana.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

βιώνω, ζω

verbo transitivo (experimentar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele ainda vive a guerra em sua imaginação.
Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του.

ακολουθώ, κάνω

verbo transitivo (modo de vida) (τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele leva uma vida moral, como fala de uma vida moral.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

πορεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O profeta nos ensinou a viver em paz.

κατοικώ, διαμένω

(formal, literário)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
George residiu aqui sua vida inteira.
Ο Τζωρτζ διέμενε (or: ζούσε) εδώ ολόκληρη τη ζωή του.

μένω, ζω, κατοικώ

(formal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Na índia, muitas pessoas pobres residem em favelas.
Στην Ινδία, πολλοί φτωχοί άνθρωποι κατοικούν σε παραγκουπόλεις.

ενυπάρχω

(formal, figurado) (λόγιος: σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sentimentos fortes habitavam o peito de Charles.

ζω

(figurado: situação difícil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela passou pelo pior momento de sua vida naquela prisão.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

κάνω πραγματικότητα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα.

ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου

(informal: viver às custas dos outros)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα βγάζω πέρα με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casal de velhos aprendeu a virar-se com sua pequena renda da aposentadoria.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε μάθει να τα βγάζει πέρα με την πενιχρή σύνταξή του.

απολαμβάνω τη ζωή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίψα για ζωή

(fig, vitalidade, entusiasmo para viver) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ζω σαν γουρούνι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος

expressão (εγώ και κάποιος άλλος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το ρίχνω έξω

expressão (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω στα άκρα

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ

(ser apaixonado, devotado a) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο.

συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα

expressão verbal (ter comportamento desregrado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω για πάντα, είμαι αθάνατος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω

(ter comportamento desregrado, decadente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά

expressão verbal (coexistir harmoniosamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω στη φτώχεια/ένδεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω τρεφόμενος μόνο με

(figurativo - sustento, alimento único) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω απλά/απλοΐκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω άνετα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι κοντά στη φύση

(passar o tempo fora de casa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζω στην επαρχία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζω μόνος

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συζώ

(coabitar) (ζευγάρι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ζω με, συγκατοικώ με

(coabitar com)

Κάποτε ζούσα με κάποιον που δεν έπλενε ποτέ τα πιάτα.

ζω χωρίς

ζω χωριστά, ζω χώρια

ζω με κτ, ζω από κτ

(dinheiro, bens)

Minha mãe me dá um auxílio mensal, mas eu não poderia viver só disso.
Η μητέρα μου μού δίνει ένα μηνιαίο βοήθημα, αλλά δεν θα μπορούσα να ζω μόνο με αυτό.

ανταποκρίνομαι σε κτ

expressão verbal

Ela fez todos os esforços para viver à altura de seus ideais.
Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της.

ζω με κτ

(figurado, sobreviver às custas de)

A viúva vive da pensão de seu falecido marido e de ajuda da seguridade social.
Η χήρα ζει με τη σύνταξη και τις επιταγές Κοινωνικής Ασφάλισης του εκλιπόντος συζύγου της.

κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω όλο μου τον χρόνο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ela viveu por seus últimos anos na mesma cidade pequena.
Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη.

το ρίχνω έξω, το καίω

expressão (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντέχω/κρατάω για πάντα

locução verbal (figurado: na memória)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Filmes clássicos como "Casablanca" viverão para sempre nos corações dos cinéfilos. Elvis morreu há muitos anos, mas viverá para sempre para os fãs que ainda ouvem a sua música.

ζω ελεύθερα, ζω ανεξάρτητα, ζω αντισυμβατικά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζω χωρίς σκοπό

expressão verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποδέχομαι, υπομένω

(algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβιώνω με κτ

στερούμαι

(não ter algo, sofrer privação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζω σε βάρος κάποιου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω μεγάλη ζωή

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Έκαναν μεγάλη ζωή στην Ταϊλάνδη, γιατί τα πάντα εκεί ήταν πολύ φτηνά.

φωλιάζω σε κτ

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του viver στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.