Τι σημαίνει το testing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης testing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του testing στο Αγγλικά.

Η λέξη testing στο Αγγλικά σημαίνει δύσκολος, δοκιμαστικός, εξέταση, δοκιμή, διαγώνισμα, δοκιμή, δοκιμή, ελέγχω, εξετάζω, εξετάζω, ελέγχω, εξετάζω, κριτήριο, φιλικός αγώνας, παίρνω...βαθμό, βάζω σε δοκιμασία, ζωοτομία, τεστ DNA, χρήση τεστ νοημοσύνης, δοκιμή λογισμικού, τυποποιημένη δοκιμή, δυναμικότητα εξετάσεων, χώρος δοκιμών, δοκιμαστική διαδικασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης testing

δύσκολος

adjective (difficult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These are testing times for a team that has just lost its coach and its best players. People worry about the ability of the new government to deal with testing situations.
Αυτές είναι δύσκολες στιγμές για μια ομάδα που μόλις έχασε τον προπονητή και τον καλύτερό της παίκτη.

δοκιμαστικός

adjective (for tests)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The testing phase will last about a year, and then the new plant will go into full operation.
Η δοκιμαστική περίοδος θα διαρκέσει περίπου έναν χρόνο και μετά το νέο εργοστάσιο θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία.

εξέταση

noun (tests) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The candidates had to undergo testing to ascertain their suitability for the job.
Οι υποψήφιοι έπρεπε να περάσουν από μια εξέταση για να εξακριβωθεί η καταλληλότητά τους για τη δουλειά.

δοκιμή

noun (product: quality control)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The product was subject to testing before being approved for sale.
Το προϊόν υπόκειτο σε δοκιμή πριν εγκριθεί για πώληση.

διαγώνισμα

noun (examination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a German test today; I hope I get good results.
Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

δοκιμή

noun (analysis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists are going to run their tests.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος.

δοκιμή

noun (performance check, evaluation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists plan to run a final test on the rocket at the end of the month.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα.

ελέγχω

transitive verb (check performance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sensors will test the strength of the fibres.
Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών.

εξετάζω

transitive verb (check knowledge) (στο σχολείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω

transitive verb (perform medical check)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor tested Mark for TB.
Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ.

ελέγχω

transitive verb (try out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to test the program today to see if it works.
Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει.

εξετάζω

transitive verb (analyse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neil is having his urine tested for various disorders.

κριτήριο

noun (criterion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The test of a good athlete is discipline.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.

φιλικός αγώνας

noun (cricket: test match)

England performed well in today's test against India.

παίρνω...βαθμό

intransitive verb (US, informal (achieve a test result) (στο τεστ, διαγώνισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother always tests well.
Ο αδερφός μου πάντα παίρνει καλό βαθμό στα τεστ.

βάζω σε δοκιμασία

transitive verb (put under strain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The long wait tested Jessica's patience. The realisation that the project was more difficult than he had thought tested Tim's resolve.

ζωοτομία

noun (vivisection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I don't agree with animal testing, especially for cosmetics.

τεστ DNA

noun (genetic profiling) (γενετικό προφίλ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She used DNA testing to trace her genealogy.

χρήση τεστ νοημοσύνης

noun (using IQ tests to measure intelligence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The child sat intelligence testings to determine whether he was or not a genius.

δοκιμή λογισμικού

noun (checking computer programs for errors)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυποποιημένη δοκιμή

noun (assessment according to set criteria)

This state has introduced standardized testing in all public schools.
Η πολιτεία εισήγαγε προτυποποιημένες εξετάσεις για όλα τα δημόσια σχολεία.

δυναμικότητα εξετάσεων

noun (number of tests that can be done)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χώρος δοκιμών

noun (place where [sth] is tested)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Is this a testing ground for experimental weapons?

δοκιμαστική διαδικασία

plural noun (methods of assessing or examining [sth])

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του testing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του testing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.