Τι σημαίνει το stress στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stress στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stress στο Αγγλικά.
Η λέξη stress στο Αγγλικά σημαίνει πίεση, έμφαση, τόνος, αγχώνω, τονίζω, τονισμός, τονισμός, τάση, αγχώνομαι, αγχώνομαι για κτ, επιβαρύνω, καταπονώ, τονίζω, αγχώνομαι, πανικοβάλλομαι, στρεσάρω, χαλαρώνω, διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρες, διατμητική τάση, κάταγμα κόπωσης, διαχείριση άγχους, διαχείριση στρες, τόνος, συγκέντρωση τάσεων, δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής, χαλαρός, αγχολυτικός, τόνος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stress
πίεσηnoun (pressure, demands) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The stress of getting married can be overwhelming. Το άγχος του γάμου μπορεί να είναι συντριπτικό. |
έμφασηnoun (emphasis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The stress placed on good customer service has helped the company grow. Η έμφαση που δόθηκε στην καλή εξυπηρέτηση πελατών βοήθησε την εταιρία να αναπτυχθεί. |
τόνοςnoun (phonetics: accent on syllable) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The stress goes on the second syllable. Ο τόνος πάει στη δεύτερη συλλαβή. |
αγχώνωtransitive verb (make tense, nervous) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was really stressed by the medical operation. Η εγχείρηση με άγχωσε πολύ. |
τονίζωtransitive verb (emphasize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We stressed our desire to hire a manager with a lot of experience. Τονίσαμε την επιθυμία μας να προσλάβουμε έναν διευθυντή με πολλή εμπειρία. |
τονισμόςnoun (stronger than usual pronunciation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In English, stress is sometimes put on a word to emphasise its importance. |
τονισμόςnoun (music: accented beat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) There is a stress here on the B flat. |
τάσηnoun (mechanics: physical pressure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The stress on the bolt was the cause of the mechanical failure. |
αγχώνομαιintransitive verb (informal (become anxious, tense) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's all going to be OK; don't stress! |
αγχώνομαι για κτintransitive verb (be tense, anxious about) Julie is really stressing over her exams. |
επιβαρύνω, καταπονώtransitive verb (subject to physical stress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lifting that heavy table has stressed my back. |
τονίζωtransitive verb (pronounce more strongly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He stressed the word "walk" because he really didn't want to drive to the shop. |
αγχώνομαι, πανικοβάλλομαιphrasal verb, intransitive (informal (be tense and anxious) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alex has an exam tomorrow and he's really stressing out. Ο Άλεξ έχει ένα διαγώνισμα αύριο και έχει αγχωθεί πραγματικά. |
στρεσάρωphrasal verb, transitive, separable (informal (make tense and anxious) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Work is really busy at the moment and it's stressing me out. Υπάρχει πολλή δουλειά τώρα και αυτό με στρεσάρει. |
χαλαρώνωintransitive verb (relax after feeling tension) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαταραχή μετατραυματικής καταπόνησης, διαταραχή μετατραυματικού στρεςnoun (psychological effects of a trauma) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Many veterans of the Vietnam War still suffer from post-traumatic stress disorder, PTSD. |
διατμητική τάσηnoun (physics: force that moves one layer of a material past another) |
κάταγμα κόπωσηςnoun (small crack in a bone) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διαχείριση άγχους, διαχείριση στρεςnoun (coping with psychological pressure) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τόνοςnoun (punctuation) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συγκέντρωση τάσεωνplural noun (area of greatest stress) (φυσική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχήςnoun (check made on strength or stability) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαλαρόςadjective (without worry) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγχολυτικόςadjective (relaxing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τόνοςnoun (emphasis on a syllable) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) It can be difficult to tell where the word stress is placed in very long words. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stress στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του stress
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.