Τι σημαίνει το stick to στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stick to στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stick to στο Αγγλικά.

Η λέξη stick to στο Αγγλικά σημαίνει μένω σε, δεν αποκλίνω από, μένω πιστός σε κπ, κλαδί, κλαδάκι, χώνω, μπήγω, καρφώνω, κολλάω, κολλάω, κολλάω, ράβδος, φύσιγγα, κλομπ, μπαστούνι, μοχλός, στικ, μπαστούνι, κριτική, κολλάω, κολλάω, κολλάω, μένω, τρυπάω, τρυπάω, διαπερνάω, χώνω, φορτώνω, αντέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stick to

μένω σε, δεν αποκλίνω από

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (not vary or deviate from) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If I stick with this diet, I should be able to wear my favorite pants again by Christmas.
Εάν δεν αποκλίνω από αυτή τη δίαιτα θα μπορέσω να φορέσω το αγαπημένο μου παντελόνι μέχρι τα Χριστούγεννα.

μένω πιστός σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (remain loyal to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She had been a good friend who had stuck with me through thick and thin.
Ήταν μια καλή φίλη, η οποία μου έμεινε πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα.

κλαδί, κλαδάκι

noun (small branch, twig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kids gathered some sticks for the fire.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κλωνάρι δεν άντεξε το βάρος του και κόπηκε.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(thrust [sth] in) (κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cook stuck the knife into the mango.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

κολλάω

transitive verb (attach with glue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once his letter was inside, Brian stuck the envelope and took it to the post office.
Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο.

κολλάω

(informal (attach) (κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me stick this notice on the board.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

κολλάω

(adhere to) (με κάτι, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The glue stuck to my fingers and I had to scrub for 10 minutes to remove it.
Η κόλλα κόλλησε στα δάχτυλά μου και χρειάστηκε να τα τρίβω 10 λεπτά για να την αφαιρέσω.

ράβδος, φύσιγγα

noun (dynamite cartridge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They used five sticks of dynamite to blow the hole in the rock.

κλομπ

noun (dated (baton)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The police used their sticks to control the crowd.

μπαστούνι

noun (lacrosse, hockey stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hockey player broke his stick and needed another one.

μοχλός

noun (airplane control handle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pilot pulled back on the stick to fly higher.

στικ

noun (US (butter: quarter pound) (120 γραμμάρια περίπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I need a stick of butter for this recipe.

μπαστούνι

noun (walking stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The old man leaned on his stick as he stood watching the children run across the field.

κριτική

noun (informal (criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen got a lot of stick off her colleagues for the mistake she'd made.

κολλάω

intransitive verb (become immobilized) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was shifting into third gear when the gear lever suddenly stuck.

κολλάω

intransitive verb (remain attached)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fly stuck to the sticky trap.

κολλάω

intransitive verb (be stopped by an obstruction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The zipper stuck halfway up.

μένω

intransitive verb (informal (remain, endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His brothers gave him the nickname "Bud" when he was a child, and it stuck.
Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε.

τρυπάω

transitive verb (puncture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie stuck the plastic with a pin to drain the water.

τρυπάω, διαπερνάω

transitive verb (impale) (κάποιον, κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spear stuck the explorer through the heart.

χώνω

transitive verb (place in position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog stuck his head out the window.

φορτώνω

transitive verb (lumber: with [sth] disagreeable) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends stuck him with the dinner bill.
Οι φίλοι του του φόρτωσαν το λογαριασμό.

αντέχω

transitive verb (UK, informal (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't think I can stick much more of this film; it's abysmal!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stick to στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stick to

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.