Τι σημαίνει το sprout στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sprout στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sprout στο Αγγλικά.
Η λέξη sprout στο Αγγλικά σημαίνει βλαστάρι, λαχανάκι Βρυξελλών, βλασταίνω, φυτρώνω, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, εκβλαστάνω, εκβλασταίνω, αναπτύσσω, φυτρώνω, βλασταίνω, παίρνω μπόι, φυτρώνω, εμφανίζομαι, ρίζα μπαμπού, λαχανάκι Βρυξελλών, φύτρο ροβίτσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sprout
βλαστάριnoun (plant: new shoot) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The gardener was pleased to see new sprouts appearing in the springtime. Ο κηπουρός χάρηκε που είδε νέα βλαστάρια να βγαίνουν την άνοιξη. |
λαχανάκι Βρυξελλώνnoun (usually plural (vegetable: Brussels sprout) (συνήθως πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I like most green vegetables, but I can't stand sprouts! Μου αρέσουν τα περισσότερα πράσινα λαχανικά, αλλά δεν αντέχω τα λαχανάκια Βρυξελλών! |
βλασταίνωintransitive verb (plant: begin to grow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The seedlings were sprouting at last. Τα φιντάνια βλάστησαν επιτέλους. |
φυτρώνωintransitive verb (hair: begin to grow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I try to pluck out stray eyebrows as soon as they sprout. Προσπαθώ να βγάζω τις ατίθασες τρίχες των φρυδιών μου, αμέσως μόλις αυτές φυτρώνουν. |
ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαιintransitive verb (figurative (come up like a plant) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) New houses seemed to be sprouting everywhere these days. Απ' ό,τι φαίνεται, νέα σπίτια ξεπετάγονταν παντού εκείνο τον καιρό. |
εκβλαστάνω, εκβλασταίνω(begin to grow out of [sth]) (λόγιο: φυτά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A new shoot is sprouting from the main stem of the plant. A hair sprouted from the witch's nose. Μια τρίχα φύτρωσε στη μύτη της μάγισσας. |
αναπτύσσωtransitive verb (grow, acquire [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No matter how closely he shaves, George's chin is always sprouting more bristles by lunch time. |
φυτρώνω, βλασταίνωphrasal verb, intransitive (plant: begin to grow) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My beans have sprouted up after only a few days because it was warm. |
παίρνω μπόιphrasal verb, intransitive (figurative (child: grow taller) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My son has really sprouted up since he hit his teens. |
φυτρώνω, εμφανίζομαιphrasal verb, intransitive (figurative (appear) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As we get closer to the election, signs will sprout up on every street corner. |
ρίζα μπαμπούnoun (often plural (edible sprout) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We ordered chicken sauteed with broccoli and bamboo shoots. |
λαχανάκι Βρυξελλώνnoun (usually plural (vegetable: miniature cabbage) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Brussels sprouts are traditionally served with the Christmas turkey. |
φύτρο ροβίτσαςnoun (edible sprouted legume) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sprout στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sprout
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.