Τι σημαίνει το separar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης separar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του separar στο ισπανικά.
Η λέξη separar στο ισπανικά σημαίνει διαχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, αφαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, βρίσκομαι ανάμεσα, κοσκινίζω, ξεκολλάω, αποκόπτω, χωρίζω, διαλύω, σταματώ, διασπάω, διασπώ, χωρίζω, διατάσσω, χωρίζω, αποκατηγοριοποιώ, χωρίζω, απομακρύνω κτ από κτ, απομονώνω κτ με κουρτίνα, χωρίζω, απλώνω, αποσυνδέω, χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ, λύνω, ξεδένω, χωρίζω, διαχωρίζω, διαχωρίζω, διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, απομονώνω, αφήνω, φυλάω, κρατάω, διακόπτομαι, διαλύομαι, υπολογίζω, χωρίζω, διχάζω, στέκομαι, ορίζω, καθορίζω, χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες, διακλαδώνω, χωρίζω, μπαίνω ανάμεσα, διασπώ, διαλύω, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, ξεχωρίζω, χωρίζω, κόβω κτ δαγκώνοντάς το, καταργώ, χωρίζω, διαχωρίζω, προορίζω, ξεχωρίζω, ξεδιαλέγω, απομονώνω, τεντώνω, απλώνω, χωρίζω κτ σε κτ, αποσυνδέω, διαχωρίζω κτ από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης separar
διαχωρίζωverbo transitivo (κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El proceso químico separa la plata del resto de los minerales. |
διαχωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chica intentó separar las manzanas podridas en el cesto. |
ξεχωρίζω(κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes distinguir lo bueno de lo malo? |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John separó el recibo al final de la carta y lo envió de vuelta con el pago. |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαχωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκομαι ανάμεσα
Una pared de ladrillos separaba la casa de madera y la tienda. |
κοσκινίζωverbo transitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En la mayoría de los países los agricultores separan a mano el grano de la paja. |
ξεκολλάω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando mi hijo tuvo su primer ordenador portátil, se hizo difícil separarlo del aparato. |
αποκόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαλύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las constantes interferencias de la suegra lograron separar a María del marido. Κατηγορούσε τη μητέρα του ότι διέλυσε το γάμο τους με τις συνεχείς παρεμβάσεις της. |
σταματώ(τον καβγά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La directora intervino y separó a los chicos que se estaban peleando. Ο διευθυντής επενέβη και σταμάτησε τον καβγά των δύο αγοριών. |
διασπάω, διασπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El club se separó en facciones enfrentadas tras la gran pelea. |
χωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un oficial de policía separó a la multitud. |
διατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Separó los papeles de manera uniforme en su escritorio. |
χωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El director separó las cortinas y salió al escenario. |
αποκατηγοριοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienes que separar (or: apartar) la cáscara del aguacate antes de extraer la pulpa. |
απομακρύνω κτ από κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los separó haciéndolos sentar banco de por medio. Τα θρανία πρέπει να απομακρυνθούν μεταξύ τους για τις εξετάσεις. |
απομονώνω κτ με κουρτίνα(con una cortina) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Empezaron a segregar las clases por género. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Samantha extendió su cuerpo en la cama y pronto se quedó dormida. |
αποσυνδέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, διαχωρίζω, διασπώ, διαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνω, ξεδένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, διαχωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor les pidió a los niños que dividiesen los animales según su alimentación. Ο δάσκαλος ζήτησε απ' τα παιδιά να χωρίσουν τα ζώα σύμφωνα με το τι τρώνε. |
διαχωρίζω, διαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω, μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mago dividió los naipes en tres montones. Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες. |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laura se esforzó por aislar los hechos de todas las disparatadas historias de manera que pudiera escribir su reportaje. Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της. |
αφήνω(κάτι/κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φυλάω, κρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La familia reservaba una habitación para los invitados. Η οικογένεια κράτησε το ένα υπνοδωμάτιο για να το χρησιμοποιεί για τους επισκέπτες. |
διακόπτομαι, διαλύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Su amistad se desconectó cuando Mónica su mudó a otra ciudad. |
υπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberías reservarte dos horas para viajar hasta el aeropuerto. Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο. |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tamiza la harina y luego divídela en tres partes iguales. Κοσκινίστε το αλεύρι και μετά χωρίστε το σε τρία ίσα μέρη. |
διχάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los planes para construir un supermercado en las afueras de la ciudad han dividido a la opinión pública. Τα σχέδια για το χτίσιμο ενός σούπερμαρκετ στα προάστια τις πόλης, έχουν διχάσει την κοινή γνώμη. |
στέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El árbitro se metió entre los boxeadores. |
ορίζω, καθορίζω(en zonas) (μια ζώνη για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta zona está dividida para uso comercial. |
χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En la escuela dividieron a los chicos por sus habilidades para matemáticas. |
διακλαδώνω, χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los guardaparques dividieron el sendero al pie de la colina. |
μπαίνω ανάμεσα(μεταφορικά) Somos tan buenos amigos que nada se interpone entre nosotros. Είμαστε τόσο καλές φίλες, που τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας. |
διασπώ, διαλύω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este tema de la zonificación destruirá la comunidad. |
χωρίζω, ξεχωρίζω(κπ από κπ, κπ και κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor separó a los chicos de las chicas. Ο δάσκαλος χώρισε τα αγόρια και τα κορίτσια. |
χωρίζω, ξεχωρίζωlocución verbal (κπ από κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvimos que separar a los niños de las niñas en clase. Αναγκαστήκαμε να χωρίσουμε (or: ξεχωρίσουμε) τ' αγόρια απ' τα κορίτσια στην τάξη. |
χωρίζω(κάποιους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El árbitro tuvo que separar a los dos jugadores que se peleaban. Ο διαιτητής χώρισε τους παίχτες που είχαν συμπλακεί. |
κόβω κτ δαγκώνοντάς το
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαχωρίζω(κτ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En Internet puede ser difícil disociar el contenido con sentido del que no lo tiene. |
προορίζω(κάτι για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan guardó el dinero para la caridad. Ο Άλαν προόριζε τα χρήματα για φιλανθρωπικό σκοπό. |
ξεχωρίζω, ξεδιαλέγω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un panel de jueces separó el grano de la paja hasta que solo hubo cuatro finalistas en la competencia. |
απομονώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τεντώνω, απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hombre se sentó y se abrió de piernas. |
χωρίζω κτ σε κτ
Los biólogos dividen los insectos en diferentes órdenes. Οι βιολόγοι χωρίζουν τα έντομα σε διαφορετικές τάξεις. |
αποσυνδέω(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando llegaron de la acampada, Sue desconectó el remolque del coche. |
διαχωρίζω κτ από κτ
¿Es posible divorciar la vida del arte? |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του separar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του separar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.