Τι σημαίνει το satisfeito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης satisfeito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του satisfeito στο πορτογαλικά.

Η λέξη satisfeito στο πορτογαλικά σημαίνει ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποίησης, ευχαρίστησης, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, που έχει ικανοποιηθεί, ευχαρίστησης, ικανοποίησης, χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι, γεμάτος, χορταίνω, υπερπλήρης, χαρούμενος για κτ, ικανοποιημένος με κτ, απόλυτα ικανοποιημένος, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις, είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης satisfeito

ικανοποιημένος, ευχαριστημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ικανοποιημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ικανοποίησης, ευχαρίστησης

adjetivo (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Rachel terminou sua refeição e inclinou-se em sua cadeira com um sorriso satisfeito.
Η Ρέιτσελ τελείωσε το γεύμα της και έγειρε στην καρέκλα της με ένα χαμόγελο ικανοποίησης (or: ευχαρίστησης).

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ικανοποιημένος, ευχαριστημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ευχαριστημένος, ικανοποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει ικανοποιηθεί

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευχαρίστησης, ικανοποίησης

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Ben conseguia ver na expressão satisfeita de Adam que ele tinha conseguido o emprego.
Ο Μπεν μπορούσε να καταλάβει από την ικανοποιημένη έκφραση του Άνταμ ότι είχε πάρει τη δουλειά.

χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Edward ficou encantado de ver sua velha amiga. Estou totalmente encantado com o presente que você me deu.
Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες.

γεμάτος

(pessoa: emoção) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χορταίνω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estava cheio e não quis a sobremesa.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το σκυλάκι μάλλον ήταν χορτάτο γιατί δεν ήθελε να πιει γάλα.

υπερπλήρης

(comida:)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαρούμενος για κτ

adjetivo

Tenho tantas coisas na vida para estar contente.

ικανοποιημένος με κτ

adjetivo

Estou satisfeito com seu trabalho até agora.

απόλυτα ικανοποιημένος

locução adjetiva (extremamente contente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις

(requerimento preenchido para pagamento de seguro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι ευχαριστημένος με κτ/κπ, είμαι ικανοποιημένος με κτ/κπ

O chefe estava satisfeito com o trabalho de Natalie.
Το αφεντικό ήταν ικανοποιημένο από τη δουλειά της Ναταλί.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του satisfeito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.