Τι σημαίνει το ripped στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ripped στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ripped στο Αγγλικά.

Η λέξη ripped στο Αγγλικά σημαίνει σκίζω, σχίζω, σκίζω, σχίζω, σκίσιμο, σχίσιμο, ρήξη, τρέχω, αντιγράφω, αρπάζω κτ από κπ/κτ, τη λέω σε κπ, βγάζω, κοροϊδεύω, κλέβω, αντιγράφω, ξεστομίζω, εξαπλώνομαι σε κτ, σκίζω, την αμολάω, ξεσπάω, ξεσπώ, ξεστομίζω, αναπαύσου εν ειρήνη, σκίζω, σχίζω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, ξεσκίζω, ξεσχίζω, σχοινί ενεργοποίησης, σχοινί ανοίγματος, βελοειδές ρεύμα, απάτη, ανοίγω γράμμα, ξεκοιλιάζω, σκίζω, βγάζω, αφαιρώ, συναρπαστικός, κομπίνα, απατεωνιά, κλεψιά, σκίζω, ασκώ έντονη κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ripped

σκίζω, σχίζω

transitive verb (tear: paper)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gerald reread his poem, decided it was awful, and ripped the paper in two.
Ο Τζέραλντ ξαναδιάβασε το ποίημά του, αποφάσισε ότι ήταν απαίσιο και έσκισε στα δύο το χαρτί.

σκίζω, σχίζω

transitive verb (tear: fabric)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paula ripped her new trousers climbing over a fence.
Η Πόλα έσκισε το καινούριο παντελόνι της όταν σκαρφάλωσε σε έναν φράχτη.

σκίσιμο, σχίσιμο

noun (tear in fabric)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the late 1980s, it was very fashionable to wear jeans with rips in them.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ήταν πολύ στη μόδα τα τζιν με σκισίματα.

ρήξη

noun (gymnastics: skin abrasion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Training on the parallel bars had left rips on the gymnast's palms.

τρέχω

intransitive verb (figurative (move fast)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car ripped along the road.

αντιγράφω

transitive verb (copy: audio or video files)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David ripped the DVD, so that he'd have a copy of the film on his laptop.

αρπάζω κτ από κπ/κτ

(snatch, wrest)

Emily ripped the weapon from her opponent's grasp.

τη λέω σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative, informal (criticize, berate) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nancy was furious with Jane and ripped into her.
Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε.

βγάζω

phrasal verb, transitive, separable (clothes: remove quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seeing the cool, shimmering surface of the water, Steve ripped off his clothes and dived in.
Βλέποντας την δροσερή λαμπυρίζουσα επιφάνεια του νερού ο Στιβ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε.

κοροϊδεύω, κλέβω

phrasal verb, transitive, separable (slang (cheat, con)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some restaurants try to rip off foreign tourists.
Κάποια εστιατόρια προσπαθούν να κοροϊδέψουν (or: κλέψουν) τους ξένους τουρίστες.

αντιγράφω

phrasal verb, transitive, separable (slang (steal, plagiarize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol accused Matthew of ripping off her work.
Η Κάρολ κατηγόρησε τον Μάθιου ότι αντέγραψε την εργασία της.

ξεστομίζω

phrasal verb, transitive, separable (US, figurative, slang (oath: say angrily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man got angry and ripped out a string of oaths.

εξαπλώνομαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (fire: spread quickly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Before the fire brigade could get there, the fire had ripped through three houses in the street.

σκίζω

phrasal verb, transitive, separable (tear to pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The guards ripped up his passport in front of him.
Οι φρουροί έσκισαν το διαβατήριό του μπροστά του.

την αμολάω

verbal expression (slang (pass intestinal gas) (αργκό: αερίζομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paul raised a butt cheek and let one rip.

ξεσπάω, ξεσπώ

verbal expression (figurative, slang (do [sth] in an unrestrained way) (συναισθηματικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lisa's anger got the better of her and she let rip.

ξεστομίζω

verbal expression (figurative, slang (utter in an unrestrained way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom let rip a stream of obscenities.

αναπαύσου εν ειρήνη

expression (abbreviation (rest in peace)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The gravestone said "R.I.P."

σκίζω, σχίζω

(tear open)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Impatient to see her present, Naomi ripped the packaging apart.

ξεσκίζω, ξεσχίζω

(tear into pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hounds ripped the fox apart.

ξεσκίζω, ξεσχίζω

(slang, figurative (criticize harshly) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The critics ripped the author apart.

σχοινί ενεργοποίησης, σχοινί ανοίγματος

noun (mechanism for opening a parachute)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
John pulled the rip cord and his parachute opened.

βελοειδές ρεύμα

noun (sea's undertow)

If you are caught in a rip current, swim across it, parallel to the shore.

απάτη

noun (slang (swindle, dishonest transaction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fifty pounds for that old piece of junk? What a rip-off!
Πενήντα λίρες για αυτή την παλιοσαβούρα; Τι κλεψιά!

ανοίγω γράμμα

transitive verb (letter: open by tearing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He ripped open the envelope, impatient to find out his exam results.

ξεκοιλιάζω

transitive verb (eviscerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω

(informal (remove by tearing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When I see an interesting photo in the newspaper, I often rip it out.
Όταν βλέπω μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία στην εφημερίδα συχνά την σκίζω.

βγάζω, αφαιρώ

(figurative, informal (remove completely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina ripped all the old wiring out of the house and had all new electrics put in.
Η Τίνα αφαίρεσε όλες τις παλιές καλωδιώσεις του σπιτιού της και τοποθέτησε νέες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις.

συναρπαστικός

adjective (informal (loudly wild, exciting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κομπίνα, απατεωνιά, κλεψιά

noun (slang (con, swindle) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκίζω

verbal expression (informal (fabric, paper: rip to pieces)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog's torn my pillow to shreds. The lion tore his prey to shreds.
Το λιοντάρι ξέσκισε τη λεία του.

ασκώ έντονη κριτική

verbal expression (figurative, informal (person: criticize harshly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The boss lost his temper and tore his secretary to shreds.
Το αφεντικό έχασε την αυτοκυριαρχία του και την είπε άσχημα στη γραμματέα του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ripped στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ripped

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.