Τι σημαίνει το recording στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης recording στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recording στο Αγγλικά.
Η λέξη recording στο Αγγλικά σημαίνει εγγραφή, ηχογράφηση, καταχώρηση, καταγραφή, ιστορία, ρεκόρ, ηχογραφώ, ρεκόρ, γραπτά κείμενα, καταγραφή, πρακτικά, αρχείο, δίσκος, καταχώρηση, εγγραφή, καταγράφω, μαγνητοσκοπώ, σημειώνω, καταγράφω, αποκαλύπτω, καταγράφω, ψηφιακή ηχογράφηση, καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδα, δισκογραφικό συμβόλαιο, εξοπλισμός ηχογράφησης, στούντιο ηχογράφησης, ηχογράφηση, ηχογράφηση, βιντεοσκόπηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης recording
εγγραφήnoun (sound, video) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rosa played back the recording to see if all the events in the room had been captured on film. Η Ρόζα ξανάπαιξε το βίντεο για να δει εάν είχαν απαθανατιστεί όλα τα γεγονότα στην αίθουσα. |
ηχογράφησηnoun (act of recording) (ήχος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The recording of the album took several days. Η ηχογράφηση του άλμπουμ διήρκεσε αρκετές μέρες. |
καταχώρηση, καταγραφήnoun (written account) (ένα περιστατικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The captain left a record in his log. The company keeps a record of all its transactions. Ο καπετάνιος έκανε μια καταχώρηση στο ημερολόγιό του. |
ιστορίαnoun (history) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The record shows that the war was destructive. Η ιστορία δείχνει ότι ο πόλεμος ήταν καταστροφικός. |
ρεκόρnoun (sports, etc.: best) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Our team holds the record for total points scored. Η ομάδα μας έχει το ρεκόρ υψηλότερου σκορ. |
ηχογραφώtransitive verb (capture on tape, etc.) (μουσική, ήχος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The band recorded a new album. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι κάμερες ασφαλείας κατέγραψαν το ατύχημα. |
ρεκόρadjective (superlative) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The temperature reached record highs. Η θερμοκρασία σημείωσε νέο ρεκόρ. |
γραπτά κείμεναnoun (often plural (preservation in writing) Nomadic tribes leave few records. |
καταγραφήnoun (memorial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This book is a record of their achievements. |
πρακτικάnoun (judicial report) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) The prosecutor entered evidence into the record. |
αρχείοnoun (judicial pleadings) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The judicial record demonstrates the precedent. |
δίσκοςnoun (vinyl LP, etc.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I bought a new record. |
καταχώρηση, εγγραφήnoun (database) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The database table has 130 records in it. |
καταγράφω, μαγνητοσκοπώintransitive verb (capture sounds or images on tape) (βίντεο, εικόνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're ready to record. |
σημειώνω, καταγράφωtransitive verb (take note of [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll record that idea for future reference. |
αποκαλύπτωtransitive verb (reveal about the past) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) These ruins record the life of the Vikings in England. |
καταγράφωtransitive verb (display) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The videotape recorded a disturbance. |
ψηφιακή ηχογράφησηnoun (electronic storage of sound) |
καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδαnoun (performer who records music) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
δισκογραφικό συμβόλαιοnoun (deal to record for a music label) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξοπλισμός ηχογράφησηςnoun (devices used for sound reproduction) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
στούντιο ηχογράφησηςnoun (place where music is recorded) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ηχογράφησηnoun (soundtrack, auditory reproduction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This sound recording of the band was made in 1940. |
ηχογράφησηnoun (sound reproduction on cassette) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The police have a tape recording of you admitting that you stole the money. |
βιντεοσκόπησηnoun ([sth] filmed on videotape) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recording στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του recording
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.