Τι σημαίνει το rastreo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rastreo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rastreo στο ισπανικά.

Η λέξη rastreo στο ισπανικά σημαίνει εξετάζω, εξερευνώ, ανακαλύπτω, βρίσκω, βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω, εντοπίζω, ανακαλύπτω, ακολουθώ τα ίχνη, εντοπίζω, ακολουθώ τα ίχνη, οργώνω, χτενίζω, ακολουθώ τη μυρωδιά, σαρώνω κτ για κτ, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω με τράτα, εντοπίζω, παρακολουθώ, εντοπίζω, εξονυχιστική έρευνα, παρακολούθηση, μυρίζω, εντοπίζω από που προέρχεται, βρίσκω την καταγωγή, εντοπίσω την προέλευση, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, βρίσκω, ανακαλύπτω, ψάχνω, συνδέω, ανάγω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rastreo

εξετάζω, εξερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Malcolm rastreó la cavidad en su diente con la lengua.
Ο Μάλκολμ εξέτασε την τρύπα στο δόντι του με τη γλώσσα του.

ανακαλύπτω, βρίσκω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía tuvo que rastrear dónde se había comprado el arma para descubrir al asesino.

βρίσκω, ανακαλύπτω, εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veré si puedo rastrear esa receta para ti.
Θα δω αν μπορώ να σου βρω τη συνταγή.

εντοπίζω, ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía de gas está tratando de rastrear la fuente de la pérdida.
Η πετρελαϊκή εταιρεία προσπαθεί να εντοπίσει την πηγή της διαρροής.

ακολουθώ τα ίχνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los nativos pueden rastrear un animal a lo largo de muchas millas.

εντοπίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía trató de rastrear la llamada del secuestrador, pero colgó demasiado rápido.

ακολουθώ τα ίχνη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los cazadores han seguido al jabalí por horas.

οργώνω, χτενίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Registramos todo el barrio pero no pudimos encontrar al perro.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οργώσαμε (or: χτενίσαμε) τη γειτονιά, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε τον σκύλο.

ακολουθώ τη μυρωδιά

(κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La leona olfateó a su presa.

σαρώνω κτ για κτ

(figurado) (μεταφορικά)

El escuadrón barrió el área buscando minas.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψαρεύω με τράτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εντοπίζω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La patrulla usó sabuesos para rastrear al fugitivo.

παρακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los detectives no fueron capaces de realizar el seguimiento de la persona que llamaba.

εξονυχιστική έρευνα

nombre masculino

παρακολούθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El seguimiento policial del criminal tuvo éxito; le atraparon.
Η παρακολούθηση του εγκληματία από την αστυνομία ήταν επιτυχημένη· τον συνέλαβαν.

μυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εντοπίζω από που προέρχεται

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian intentó en vano rastrear el origen del malintencionado rumor.

βρίσκω την καταγωγή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El internet hace que la tarea de rastrear los orígenes de tu familia sea más fácil.

εντοπίσω την προέλευση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Podemos rastrear el origen de Halloween hasta los celtas.
Οι ρίζες του Χαλοουίν εντοπίζονται στους Κέλτες.

εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después de la avalancha, los perros detectaron con el olfato a los deportistas enterrados.

βρίσκω, ανακαλύπτω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El grupo K9 hizo un gran trabajo rastreando con el olfato las drogas escondidas.

ψάχνω

(κάτι για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía rastreó el bosque en busca del sospechoso, pero no pudieron encontrarle.
Η αστυνομία χτένισε το δάσος για να βρει τον ύποπτο αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει.

συνδέω

(κτ με κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen finalmente rastreó el origen del olor: la pila de ropa de su hija adolescente.
Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της.

ανάγω κτ σε κτ

locución verbal

Grace puede rastrear su árbol genealógico hasta el siglo XVI.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι ερευνητές ανάγουν τα ευρήματα στην ελληνιστική περίοδο.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rastreo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.