Τι σημαίνει το racking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης racking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του racking στο Αγγλικά.
Η λέξη racking στο Αγγλικά σημαίνει ράφι, ραφιέρα, σφαδάζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ, παϊδάκια καρέ, μπαλκόνια, παχνί, το κρεβάτι του Προκρούστη, σχάρα, κρεμάστρα, οι ταχύτητες, χτυπάω κπ στ' αρχίδια, μαζεύω, χώρος στάθμευσης ποδηλάτων, αναλόγιο, βιβλιοθήκη, σχάρα, σχάρα ωρίμανσης τυριών, καλόγερος, κρεμάστρα, πιατοθήκη, ράφι, απλώστρα, ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιο, ράφι για καπέλα, ράφι αποσκευών, ράφι με περιοδικά, θήκη για περιοδικά, πρετ α πορτέ, σχάρα φούρνου, ράφι με φυτά, αρνίσια παϊδάκια καρέ, τιμή πόρτας, σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτ, υπέρογκο ενοίκιο, υψηλό ενοίκιο, διακοσμητική κορδέλα ζικ ζακ, παπουτσοθήκη, ράφι μπαχαρικών, στατώ δοκιμαστικών σωλήνων, ράφι για τις πετσέτες, βάση για μπουκάλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης racking
ράφιnoun (stand) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maria arranged the bottles neatly on the rack. Η Μαρία τακτοποίησε τα μπουκάλια προσεκτικά στο ράφι. |
ραφιέραnoun (shelving unit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Could you pass me a saucepan from the rack over there? Μπορείς να μου δώσεις ένα κατσαρολάκι από εκείνη τη ραφιέρα; |
σφαδάζωtransitive verb (often passive (pain, sobs: convulse) (εγώ ο ίδιος: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The boxer had taken a real beating during the fight and was racked with pain. Sobs racked the grieving woman's body. Οι λυγμοί τράνταζαν το σώμα της τεθλιμμένης γυναίκας. |
βασανίζω, ταλαιπωρώtransitive verb (often passive (cause mental suffering) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy was racked by guilt over betraying his best friend. Ο Τζέρεμι βασανιζόταν από ενοχές που πρόδωσε τον καλύτερό του φίλο. |
παϊδάκια καρέnoun (food: ribs) (μεγειρική) |
μπαλκόνιαnoun (figurative, vulgar, slang (breasts) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Alice has a fantastic rack. |
παχνίnoun (for animal food) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The farmer filled the rack with hay for the horses. |
το κρεβάτι του Προκρούστηnoun (historical (torture instrument) (είδος βασανιστηρίου) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The rack was used as an interrogation device in medieval times. |
σχάραnoun (on car) (αυτοκινήτου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρεμάστραnoun (for hanging clothes) (για κρέμασμα ρούχων) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οι ταχύτητεςnoun (mechanics: gear bar) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
χτυπάω κπ στ' αρχίδιαtransitive verb (slang (hit [sb] in testicles) (κατά λέξη, χυδαίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαζεύωphrasal verb, transitive, separable (informal (accumulate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Canada racked up fourteen gold medals in the Winter Olympics. I travel for business so I rack up a lot of frequent flier miles. |
χώρος στάθμευσης ποδηλάτωνnoun (stand for parking cycles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλόγιοnoun (support for an open book) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιβλιοθήκηnoun (shelf for holding books) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχάραnoun (wire stand for cooling baked items) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχάρα ωρίμανσης τυριώνnoun (for drying cheese) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλόγεροςnoun (stand for overcoats) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κρεμάστραnoun (pegs for overcoats) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On the back of the door, there is a coat rack where you can hang your hat or coat. |
πιατοθήκηnoun (frame for drying dishes) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You should clean your dish rack frequently or the crockery will be unhygienic. She unloaded the dish rack as the water boiled. Πρέπει να καθαρίζεις συχνά την πιατοθήκη σου, γιατί αλλιώς τα πιατικά δεν θα είναι ασφαλή για την υγεία σου. |
ράφιnoun (shelf for showing goods for sale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) When there are too many items on the display rack, I have trouble picking one. |
απλώστραnoun (apparatus for hanging items to dry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In wet weather we leave the washing to dry indoors on a drying rack. Όταν βρέχει απλώνουμε τη μπουγάδα μέσα στο σπίτι σε μια απλώστρα. |
ανοιχτό εμπορευματοκιβώτιο, επίπεδο εμπορευματοκιβώτιοnoun (open transportation container) |
ράφι για καπέλαnoun (structure to hang hats on) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He hung his hat on the hat rack. |
ράφι αποσκευώνnoun (shelf for baggage on a train) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can't reach the luggage rack - could you lift my bag for me, please? |
ράφι με περιοδικάnoun (shelf for storing periodicals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θήκη για περιοδικάnoun (stand for displaying periodicals) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρετ α πορτέadjective (clothing: ready to wear) (για ρούχα) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σχάρα φούρνουnoun (shelf inside an oven) (κουζίνας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Place the pizza directly on the oven rack. |
ράφι με φυτάnoun (shelves for displaying pot plants) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρνίσια παϊδάκια καρέnoun (roasted ribs of young sheep) |
τιμή πόρταςnoun (full charge for a hotel room) (ζαργκόν: τουρισμός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σπάω το κεφάλι μου για να θυμηθώ κτverbal expression (try to remember) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπέρογκο ενοίκιο, υψηλό ενοίκιοnoun (high rent) |
διακοσμητική κορδέλα ζικ ζακnoun (US (decorative zigzag ribbon trim) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παπουτσοθήκηnoun (shelving unit for storing footwear) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ράφι μπαχαρικώνnoun (shelf that holds seasonings) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στατώ δοκιμαστικών σωλήνωνnoun (laboratory: holder for test tubes) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ράφι για τις πετσέτεςnoun (frame for hanging towels on) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He hung his wet towel on the towel rack to dry. |
βάση για μπουκάλιαnoun (holder for bottles) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Adrian took a bottle from the wine rack. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του racking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του racking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.