Τι σημαίνει το primer στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης primer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του primer στο ισπανικά.
Η λέξη primer στο ισπανικά σημαίνει πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτα, πρώτος, κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα, αρχικός, πρώτος, πρώτα απ' όλα, πρώτη του μηνός, πρώτος, πρώτα-πρώτα, που αναφέρεται πρώτος, πρώτα, πρώτος, πρώτος, αρχικός, πρώτος, πρώιμος, πρώτος, αρχέγονος, αρχικός, πρώτος, βασικός, αρχικός, η πρώτη, την πρώτη, η πρώτη, την πρώτη, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, πρώτα απ' όλα, στην αρχή, προπορευόμενος, μπροστά, η πρώτη, μέθοδος αποτίμησης FIFO, πρώτος, κατ' αρχάς, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, από την αρχή ως το τέλος, κατά πρώτον, πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδα, κάθε πράγμα στην ώρα του, άμεσος διάδοχος, πολύ νωρίς, πρώτη γυμνασίου, ενδέκατη τάξη, δίνω προτεραιότητα σε κπ, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, ρίχνω την πρώτη μπαλιά, πρώιμος, αρχικός, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, πρώτο πράγμα, προηγούμαι, προηγούμαι, της δευτέρας λυκείου, καθοριστικός, νηπιαγωγείο, είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος, εγκαινιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης primer
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Para mucha gente, Ronaldo estaría en el primer puesto de la lista de los mejores futbolistas del mundo. // Me gustó más la primera canción. Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quedó primera en la competición de deletreo. Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nos sentamos en la primera fila de asientos. Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. |
πρώτοςadverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Él cruzó la puerta primero y los demás le siguieron. Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo que tenemos que hacer primero es encontrar un sitio donde quedarnos. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
πρώτοςadjetivo (Música) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toca el primer clarinete en la orquesta. Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας. |
κάλλιο, προτιμότερο, καλύτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Mentirte a ti? ¡Primero mataría a mi madre! Να σου πω ψέμματα; Κάλλιο (or: προτιμότερο) να μου κοπεί η γλώσσα! |
αρχικός, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los maoríes eran los habitantes originales de Nueva Zelanda. Οι Μαορί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας. |
πρώτα απ' όλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) En primer lugar, quiero agradecerles a todos su presencia. |
πρώτη του μηνός
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) No nos vuelven a pagar hasta el primero. Δε πληρωνόμαστε πριν την πρώτη του μηνός. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Esta noche es la primera representación de la obra. |
πρώτα-πρώτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που αναφέρεται πρώτος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Solamente la primera persona de la cuenta conjunta recibe sus acciones. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Primero debes escribir el ensayo y después debes editarlo. |
πρώτοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτοςnombre masculino (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tengo un perro y un gato. El primero ladra, el último maúlla. |
αρχικός, πρώτος, πρώιμοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Estoy apenas en las primeras etapas de mi recuperación. Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια της ανάρρωσής μου. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχέγονος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los científicos investigaban las eras primarias, previas a la aparición de la vida en la tierra. |
αρχικός, πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Después de sobreponerse a la impresión inicial, Ben estaba contento porque iba a ser padre. Αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ, ο Μπεν χάρηκε που θα γινόταν πατέρας. |
βασικός, αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La fuente original de esto problemas es la reticencia al compromiso que muestra Paula. Η βασική πηγή αυτών των προβλημάτων είναι η απροθυμία της Πώλα να συμβιβαστεί. |
η πρώτη, την πρώτη(του μήνα) En muchos países es tradición hacer bromas el 1 de abril. |
η πρώτη, την πρώτη(του μήνα) Mi fecha de nacimiento es el 1 de junio de 1990. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Antes que nada leamos el acta de la reunión anterior. Πρώτα και κύρια ας ελέγξουμε τα πρακτικά της συνεδρίασης της περασμένης βδομάδας. |
πρώτα απ' όλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡No! ¡No puedes salir! En primer lugar porque no puedes pagarlo. |
στην αρχή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Al principio, no confiaba en John, pero con el tiempo aprendí a quererlo y respetarlo. |
προπορευόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) ¿Quién es el corredor que lleva la delantera? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού. |
μπροστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
η πρώτη(του μήνα) En Francia el primero de mayo es feriado. |
μέθοδος αποτίμησης FIFO(siglas en inglés, contabilidad) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρώτος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) El líder de la carrera es un corredor nigeriano. Ο πρώτος είναι ένας δρομέας από τη Νιγηρία. |
κατ' αρχάς
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lo primero de todo, quiero felicitaros por el éxito de ayer. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα. |
πρώτα και κύρια, πρωταρχικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La educación de su hijo es lo primero y lo último en sus prioridades. |
από την αρχή ως το τέλοςlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La cena fue una delicia del primero al último bocado. |
κατά πρώτον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¿Por qué no me gusta? Bueno, en primer lugar, no se baña. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
πάνω απ' όλα η ομάδα, όλα για την ομάδαexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάθε πράγμα στην ώρα τουexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άμεσος διάδοχος
El príncipe Carlos es el heredero natural de la corona británica. |
πολύ νωρίςnombre masculino (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo primero que hago a la mañana es tomar el desayuno. |
πρώτη γυμνασίου(7ο έτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ενδέκατη τάξη(σύστημα ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω προτεραιότητα σε κπlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A nadie le cae bien Nancy, piensa primero en sí misma y no piensa en nadie más. Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο. |
έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτοςlocución verbal Mark llegó primero en la carrera. |
ρίχνω την πρώτη μπαλιάlocución verbal (béisbol) (στο μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώιμος, αρχικός(πρώτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los arqueólogos creen que han encontrado evidencia de los habitantes más antiguos. |
μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου(αντιστοιχία στην Ελλάδα) Amanda se fue al extranjero cuando era estudiante de undécimo grado. |
πρώτο πράγμαnombre masculino (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo primero que debes hacer es llamar a tu madre. |
προηγούμαι(είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Qué vino primero, el huevo o la gallina? |
προηγούμαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuidar a sus hijos es lo primero para ella, el trabajo es su segunda prioridad. |
της δευτέρας λυκείου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter llevó a su novia al baile de los estudiantes de undécimo grado. |
καθοριστικόςlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νηπιαγωγείοlocución nominal masculina (Reino Unido) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είμαι πρώτος, έρχομαι πρώτος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El estudiante ocupaba el primer lugar de su clase. Ο μαθητής ήρθε πρώτος στην τάξη του. |
εγκαινιάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este grupo de gente ha sido el primero en asentarse en esta región. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του primer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του primer
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.