Τι σημαίνει το preparar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preparar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preparar στο πορτογαλικά.

Η λέξη preparar στο πορτογαλικά σημαίνει ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, παρασκευάζω, φτιάχνω, φτιάχνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, φτιάχνω καφέ, ετοιμάζω, προετοιμάζω, Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, στήνω, προετοιμάζω, ετοιμάζω για μαγείρεμα, φτιάχνω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε, κάνω εκπαίδευση, ετοιμάζω κτ για κπ, προετοιμάζω κπ για κτ, προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, μαγειρεύω, εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, ρίχνω, προετοιμάζω, ετοιμάζομαι, κάνω ετοιμασίες για κτ, ετοιμάζομαι, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, μετρώ αντίστροφα, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ, υπομένω, αντιστέκομαι, προετοιμάζω κπ για κτ, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, κρατάω γερά, ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να, ετοιμάζομαι για κτ, προετοιμάζομαι για κτ, βάζω, τοποθετώ, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, ετοιμάζω, προετοιμάζω, παίρνω δείγμα, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, ετοιμάζομαι για ύπνο, περιγράφω την κατάσταση, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι να κάνω κτ, ξεχορταριάζω, παίρνω δείγμα, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, βάζω κτ στο φούρνο μικροκυμάτων, προβλέπω, ετοιμάζω κτ για εκτύπωση, μελετώ για κτ, προετοιμάζομαι για ρίψη, κάνω κτ διαχρονικό, προετοιμάζω κπ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preparar

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo (pôr em condições) (κάτι (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de plantar as sementes, você precisa preparar a terra.
Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος.

ετοιμάζω

verbo transitivo (cozinhar) (μαγειρεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele nos preparou uma refeição maravilhosa.
Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela arrumou o tabuleiro e preparou as peças para um jogo de xadrez.
Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι.

προπαρασκευάζω, παρασκευάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω

verbo transitivo (iguaria) (για γλυκό, φαγητό, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω

verbo transitivo (bebidas) (για ρόφημα ή ποτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζω, ετοιμάζω

(fazer algo funcionar bem)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζω

verbo transitivo (para cirurgia) (για χειρουργείο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O paciente no 4C já está preparado para cirurgia?
Έχει προετοιμαστεί ο ασθενής στο 4Γ;

ετοιμάζω, φτιάχνω

verbo transitivo (γεύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela preparou a refeição para as crianças.
Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A equipe do hotel ainda está preparando o quarto.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο.

φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fica aí sentada e eu vou preparar um café da manhã para nós.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

verbo transitivo (palco: luz, música)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preparem as luzes! A peça está prestes a começar.
Ετοίμασε τα φώτα! Το έργο είναι έτοιμο να ξεκινήσει.

παρασκευάζω

verbo transitivo (με ανάμειξη συστατικών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou preparar milkshakes de morango.
Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα.

προετοιμάζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A universidade preparava seus melhores alunos para tornarem-se ricos e poderosos.
Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί.

προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ

Judith preparou a máquina, pronta para começar assim que fosse necessário.
Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν.

προετοιμάζω

verbo transitivo (figurado) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O gerente preparou Jeff para o cargo de vendedor.
Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os soldados prepararam suas armas.

φτιάχνω καφέ

verbo transitivo (café, chá, etc.) (ανάλογα την περίπτωση)

ετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu vou preparar o jantar se você colocar a mesa.

προετοιμάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethany quer entrar em Oxbridge, então sua professora a está preparando.

Έτοιμοι, στοχεύσατε, πυρ!

interjeição (στρατός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Minha educação não me preparou para lidar com esses conflitos.

στήνω

verbo transitivo (teatro: cenário)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enquanto as cortinas estavam fechadas, eles montaram rapidamente o cenário.

προετοιμάζω

verbo transitivo (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A experiência irá lhe preparar para o trabalho.

ετοιμάζω για μαγείρεμα

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primeiro você precisa limpar o frango removendo o excesso de gordura.

φτιάχνω, ετοιμάζω

(καφέ, τσάι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Holly coar uma panela de chá de ervas para seus convidados.
Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της.

παρασκευάζω

(preparar duma fórmula)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι φαρμακοποιοί συνήθιζαν να παρασκευάζουν επί τόπου αυτού του είδους τα φάρμακα.

ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elizabeth preparou uma refeição deliciosa com as sobras que ela tinha na geladeira.
Η Ελίζαμπεθ ετοίμασε στο άψε σβήσε μια στολή για το κυριλέ πάρτυ μασκέ από μερικά παλιά υφάσματα που είχε στο συρτάρι.

κάνω εκπαίδευση

(aprender)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles treinaram para ser mecânicos. Não, ainda não consigo; ainda estou treinando.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έλαβαν εκπαίδευση για να γίνουν μηχανικοί.

ετοιμάζω κτ για κπ

O gerente de marketing está elaborando um relatório para o diretor da companhia.
Ο διευθυντής μάρκετινγκ ετοιμάζει μια αναφορά για τον γενικό διευθυντή της εταιρείας.

προετοιμάζω κπ για κτ

Este curso vai qualificar os alunos para uma carreira em marketing.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για μια καριέρα στο μάρκετινγκ.

προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este curso vai qualificar os alunos para ensinar no segundo grau.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για να διδάξουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, πάμε!, Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

(usado para começar uma corrida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os jogadores estavam começando a se preparar para o grande jogo.
Οι παίκτες άρχιζαν να προετοιμάζονται για τον μεγάλο αγώνα.

μαγειρεύω

verbo transitivo (ετοιμάζω φαγητώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cozinhe o peixe por quinze minutos.
Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο.

εφοδιάζω κπ/κτ με κτ

(μεταφορικά)

ρίχνω

(deixar líquido fluir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζω

(dispor com antecedência) (κάποιον, κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nada poderia ter me preparado para a visão que me aguardava quando eu abri a porta.
Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα.

ετοιμάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-)
Já saio, só preciso de um minuto para me aprontar.
Βγαίνω σε λίγο, χρειάζομαι μόνο ένα λεπτό να ετοιμαστώ.

κάνω ετοιμασίες για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Simon passou o dia todo se preparando para a chegada de seus convidados.
Ο Σάιμον όλη την ημέρα έκανε ετοιμασίες για την άφιξη των καλεσμένων του.

ετοιμάζομαι

(aprontar-se) (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prepare-se para ser surpreendido!
Ετοιμάσου να εκπλαγείς!

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

verbo pronominal/reflexivo (ficar pronto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έχω μαζέψει τα πράγματά μου για την μετακόμιση αλλά έχω ακόμα να προετοιμαστώ πνευματικά για την αλλαγή.

ετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele leva uma hora para se arrumar para sair.
Πριν βγούμε έξω του παίρνει μια ώρα να ετοιμαστεί.

μετρώ αντίστροφα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μόλις περάσουν τα γενέθλιά του, ο Τόμι αρχίζει να μετράει αντίστροφα για τα επόμενα.

προετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζομαι

verbo pronominal/reflexivo (για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Todos estão se preparando para a tempestade de neve prevista para essa noite.
Όλοι προετοιμάζονται για τα 30 εκατοστά χιόνι που προβλέπονται για απόψε.

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou tentando me preparar para minhas provas finais na segunda.
Προσπαθώ να προετοιμαστώ για τις τελικές εξετάσεις της Δευτέρας.

προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Palmer está se preparando para jogar no na abertura da temporada do Denver Broncos contra o Indianapolis Colts.

υπομένω, αντιστέκομαι

verbo pronominal/reflexivo (para resistir, aguentar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζω κπ για κτ

verbo pronominal/reflexivo

A professora está preparando os alunos para o teste.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τους μαθητές για το τεστ.

προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

verbo pronominal/reflexivo

Vendo que não havia jeito de escapar, Joel se preparou para o golpe do punho do outro homem.

κρατάω γερά

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estou me preparando para correr uma maratona.
Προετοιμάζομαι για να τρέξω μαραθώνιο.

ετοιμάζομαι για κτ, προετοιμάζομαι για κτ

verbo pronominal/reflexivo

Prepare-se porque estão vindo grandes mudanças!

βάζω, τοποθετώ

(παγίδα για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι.

βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό.

προετοιμάζω το έδαφος

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

locução verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(tornar pronto para uso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα.

παίρνω δείγμα

(ciência: obter espécies de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

(condicionar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

προετοιμάζω το έδαφος

(condicionar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα μεγαλύτερα παιδιά συνήθως προετοιμάζουν το έδαφος για τα νεότερα αδέρφια τους, στα οποία δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες ευθύνες.

ετοιμάζομαι για ύπνο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vanessa disse às crianças para se prepararem para dormir.

περιγράφω την κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

(fazer algo para comer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

locução verbal (ficar pronto para)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ετοιμάζομαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεχορταριάζω

locução verbal (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω δείγμα

(obter exemplares de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ

Os atores estão se preparando para apresentar a peça dessa noite.
Οι ηθοποιοί ετοιμάζονται για την αποψινή θεατρική παράσταση.

βάζω κτ στο φούρνο μικροκυμάτων

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate preparou pipoca no micro-ondas.
Η Κέιτ έβαλε στο φούρνο μικροκυμάτων λίγο ποπ κορν.

προβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos nos preparar para quaisquer problemas que possam surgir.
Πρέπει να προετοιμαστούμε για κάθε πιθανό πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει.

ετοιμάζω κτ για εκτύπωση

expressão verbal (publicação)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μελετώ για κτ

(preparar-se para algo: teste, exame)

Não se esqueça de estudar bem para as próximas provas.

προετοιμάζομαι για ρίψη

expressão verbal (beisebol) (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ διαχρονικό

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προετοιμάζω κπ για κτ

A professora de Bethany a está preparando para seu teste admissional de Oxbridge

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preparar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.