Τι σημαίνει το plongée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης plongée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plongée στο Γαλλικά.

Η λέξη plongée στο Γαλλικά σημαίνει βουτάω, βουτώ, κάνω κατάδυση, πηδάω, βουτάω, βουτάω, βουτώ, κάνω βουτιά, καταδύομαι, κάνω βουτιά, βουτιά, κάνω βουτιά, βουτάω, βουτώ στο νερό, εμβυθίζω, εμβαπτίζω, βυθίζω, βυθίζω, ψάχνω, κάνω βουτιά, καταβρέχω, μουσκεύω, την πατάω, κατάδυση, αυτόνομη κατάδυση, βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ, πέφτω με τα μούτρα, βυθίζομαι σε κτ, απορροφώμαι από κτ, κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, βουτάω, καταδύομαι, καταδύομαι, βουτώ, κατρακυλώ από κτ, χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από, εμβαθύνω, κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα, διαπερνώ, σκάβω, πέφτω με τα μούτρα, βυθίζω κτ σε κτ, καταπιάνομαι με κτ, συσκοτίζω, είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ, βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, χώνω, κάνω κατάδυση με δίπλωση, χάνομαι σε κτ, χώνομαι, κρύβομαι, βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ, δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ, καταστρέφομαι μαζί με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης plongée

βουτάω, βουτώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le garçon plongea dans la mer du haut de la falaise.
Το αγόρι βούτηξε στη θάλασσα από την κορυφή του γκρεμού.

κάνω κατάδυση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dave a eu l'opportunité de plonger durant son dernier séjour.
Ο Ντέιβ είχε την ευκαιρία να κάνει κατάδυση στις τελευταίες του διακοπές.

πηδάω, βουτάω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les acrobates plongèrent dans les filets.
Οι ακροβάτες πήδηξαν στα δίχτυα.

βουτάω, βουτώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel sauta sur le plongeoir et plongea.
Η Ρέιτσελ πήδηξε από την άκρη του βατήρα και βούτηξε.

κάνω βουτιά

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά: στο κενό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La voiture plongea du haut de la falaise.
Το αυτοκίνητο ξέφυγε από την άκρη του γκρεμού και έκανε βουτιά.

καταδύομαι

verbe intransitif (sous-marin)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le sous-marin plongea dans les profondeurs de l'océan.

κάνω βουτιά

(Football : fausse chute) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βουτιά

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les actions n'ont cessé de chuter (or: plonger) depuis le début de la crise financière mondiale.

κάνω βουτιά

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les actions de la société chutent depuis la soudaine démission du PDG.

βουτάω

verbe intransitif (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Elle a plongé dans le lac pour repêcher la petite fille tombée à l'eau.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το νερό ήταν παγωμένο εδώ και μου πήρε μερικά λεπτά ώστε να προετοιμαστώ ψυχολογικά πριν βουτήξω.

βουτώ στο νερό

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμβυθίζω, εμβαπτίζω, βυθίζω

(σε κάποιο υγρό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Βυθίστε τα λαχανικά για λίγο και ξεπλύντε τα.

βυθίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a fouillé son sac à la recherche de son rouge à lèvres.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

κάνω βουτιά

verbe intransitif (figuré : prix,...) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταβρέχω, μουσκεύω

(en cuisine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

την πατάω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le fonds d'investissement promettait de gros profits et je me suis fait avoir
Το επενδυτικό σχέδιο υποσχόταν τεράστιες αποδόσεις και την πάτησα.

κατάδυση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Faire de la plongée sous-marine n'est pas dangereux quand on suit les bonnes procédures.
Οι καταδύσεις είναι αρκετά ασφαλείς αν ακολουθείς τις σωστές διαδικασίες.

αυτόνομη κατάδυση

Nous voulions faire de la plongée sous-marine mais nous n'avions pas les moyens de louer l'équipement.
Θέλαμε να κάνουμε αυτόνομη κατάδυση, αλλά δεν είχαμε αρκετά χρήματα για την ενοικίαση του εξοπλισμού.

βουτάω κτ σε κτ, βουτώ κτ σε κτ

Patricia plongea les draps dans l'eau.
Η Πατρίσια βούτηξε τα σεντόνια στο νερό.

πέφτω με τα μούτρα

verbe pronominal (dans une activité) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Martha s'est plongée dans son nouveau livre et a lu toute la nuit.

βυθίζομαι σε κτ, απορροφώμαι από κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Elle s'était plongée dans ses devoirs et n'a pas entendu la sonnette.

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βουτάω, καταδύομαι

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Plonger dans des eaux que l'on ne connaît pas est dangereux : on ne connait ni la profondeur de l'eau ni la force du courant.

καταδύομαι, βουτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il plongea dans la piscine depuis les dix mètres en faisant un coup de pied à la lune.

κατρακυλώ από κτ

(figuré)

χάνομαι σε, είμαι απορροφημένος από

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu devrais te plonger dans un bon bouquin pour faire le vide dans ta tête.

εμβαθύνω

(figuré) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il était impatient de pouvoir se plonger dans les archives découvertes au monastère.
Ανυπομονούσε να μελετήσει τα παμπάλαια αρχεία που ανακαλύφθηκαν στο μοναστήρι.

κάνω κατάδυση με αναπνευστήρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gareth a toujours voulu faire de la plongée avec masque et tuba mais n'a jamais eu le temps d'essayer.

διαπερνώ

locution verbale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge a plongé son regard dans les yeux du témoin pour le forcer à dire la vérité.

σκάβω

(dans une poche,...) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a fouillé dans sa poche pour trouver ses clés.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κηπουρός έσκαψε το χώμα με το φτυάρι της.

πέφτω με τα μούτρα

(figuré) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βυθίζω κτ σε κτ

καταπιάνομαι με κτ

J'avais hâte de me plonger dans le dernier livre de mon auteur préféré.

συσκοτίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Toute la ville a dû être plongée dans le noir quand la sirène de raid aérienne a retenti.
Όταν ακούστηκε η σειρήνα της εναέριας επιδρομής έπρεπε να σβήσουν τα φώτα σε όλη την πόλη.

είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ

(figuré) (μτφ: εγώ ο ίδιος)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βουλιάζω σε κτ, βυθίζομαι σε κτ

(sur un canapé, un lit) (μεταφορικά)

Elle s'affala sur son lit, épuisée.

χώνω

(familier : dans une poche) (κάτι/κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose a noté le numéro de téléphone sur un bout de papier et l'a enfoncé (or: fourré) dans son sac.
Η Ρόουζ σημείωσε τον τηλεφωνικό αριθμό και έχωσε το χαρτάκι στην τσάντα της.

κάνω κατάδυση με δίπλωση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνομαι σε κτ

(figuré : dans un livre) (μεταφορικά)

Les jours de pluie, le mieux à faire reste de se plonger dans un bon livre.
Τις βροχερές μέρες το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να χαθείς σε ένα καλό βιβλίο.

χώνομαι, κρύβομαι

(κάτω από κάτι, πίσω από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pour ne pas dire bonjour, il a plongé sous le bureau.
Για να αποφύγει να χαιρετήσει, χώθηκε (or: κρύφτηκε) κάτω από ένα γραφείο.

βουτάω σε κτ, βουτώ σε κτ

Ryan a plongé sous l'eau et a refait surface quelques secondes plus tard.

δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ

(dans un état)

καταστρέφομαι μαζί με κπ

(figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si notre entreprise tombe, ce sera avec ses filiales.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plongée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του plongée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.