Τι σημαίνει το pensar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pensar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pensar στο ισπανικά.

Η λέξη pensar στο ισπανικά σημαίνει σκέφτομαι, σκέφτομαι, το σκέφτομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, νομίζω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι, δεύτερη σκέψη, θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω, σχεδιάζω, σκοπεύω, βλέπω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, νομίζω, αναμασάω, αναμασώ, αντίληψη, σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ, πιστεύω, θεωρώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, σπάω το κεφάλι μου για κτ, νομίζω, πιστεύω, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, θεωρώ, σκέφτομαι, θεωρώ, τραγική αλήθεια, ξανασκέφτομαι, προμελετώ, προσχεδιάζω, αμελώς, σχεδιάζω, σκοπεύω, που σε βάζει σε σκέψεις, στα πρόχειρα, στα γρήγορα, σε σκέφτομαι, λογική σκέψη, τρόπος σκέψης, χρόνος περισυλλογής, τρόπος σκέψης, σκέφτομαι, κάνω κπ να πιστέψει, εννοώ αυτά που λέω, δεν σκέφτομαι, αρνούμαι να σκεφτώ κτ, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι, σκέφτομαι τα καλύτερα για, δίνω προτεραιότητα σε κπ, σκέφτομαι αυτόνομα, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, υπεραναλύω, σκέφτομαι θετικά, ξανασκέφτομαι, προσπαθώ να προβλέψω, κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον, βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι, σκέφτομαι να κάνω, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, σκέφτομαι, βρίσκω, κοινή άποψη, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ, σκέφτομαι δημιουργικά, σκέφτομαι, κοιτάζω μπροστά, σκέφτομαι, υπεραναλύω, σπάω το κεφάλι μου, στα τυφλά, στα κουτουρού, σκέφτομαι, σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι, αντανακλαστικά, απερίσκεπτα, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, παραπλανώ, παρασύρω, ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι υπερβολικά, σκέφτομαι κτ συνεχώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pensar

σκέφτομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert salió fuera para pensarlo un momento.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él estaba triste y todo el tiempo pensaba en la situación de ella.
Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της.

το σκέφτομαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Piénsalo, y dime que quieres hacer.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

verbo transitivo (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No lo molestes, está pensando.

νομίζω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que deberíamos tomar esa carretera.
Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεύτερη σκέψη

Aceptó el trabajo sin pensarlo.
Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.

θεωρώ, υποθέτω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pienso que tú debes ser el nuevo alguacil.
Υποθέτω ότι είσαι ο νέος σερίφης. Είναι ώρα μεσημεριανού, οπότε πιστεύω πως ο Γκλεν θα είναι στην παμπ.

σχεδιάζω, σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pensaba ir con mi hermana, pero está enferma y no podremos ir.

βλέπω, σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quizás me anote a esa clase. Todavía no lo decidí, lo tengo que pensar.
Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει).

σκέφτομαι

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen piensa retirarse a los sesenta años.
Η Κάρεν σκοπεύει να πάρει σύνταξη στα εξήντα.

συλλογίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lydia meditó por un tiempo, y después tomó una decisión.
Η Λύντια σκέφτηκε για λίγο και μετά αποφάσισε.

σκέφτομαι, νομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναμασάω, αναμασώ

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La profesora se sentó y rumió en su estudio.

αντίληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puede ser que esté equivocado pero creo que ya no están de novios.
Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά η αντίληψή μου είναι ότι δεν είναι πια μαζί.

σκέφτομαι, μελετάω, μελετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que discutir este asunto detenidamente.
Πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτό το ζήτημα.

πιστεύω, θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que son gente muy agradable.
Θεωρώ ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι.

καταλαβαίνω, συμπεραίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que la odias. ¿Es verdad?

σπάω το κεφάλι μου για κτ

(informal) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ana estaba perdida en sus pensamientos, dándole vuelta al cómo decirle a su jefe que había cometido un gran error.

νομίζω, πιστεύω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que Tom viene con nosotros. Le preguntaré.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De momento no sé; necesito pensar en eso nuevamente.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ni pienses en pedirme que te haga más favores!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le considero mi amigo.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡No puedes abandonarme! ¡Piensa en los niños!
Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά!

θεωρώ

(με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensó que pagar sus impuestos era lo correcto.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

τραγική αλήθεια

Es un dato aleccionador el que miles de profesionales nunca conseguirán trabajo.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι χιλιάδες απόφοιτοι δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν δουλειά.

ξανασκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor reconsideren nuestra oferta de alojamiento por el fin de semana.

προμελετώ, προσχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αμελώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Decidí quedarme espontáneamente, por eso no pude avisarte antes.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Φέρθηκα με αμέλεια και ξέχασα να τους πω ότι θα ερχόμουν.

σχεδιάζω, σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Planeamos comprar una casa el año que viene.
Λέμε να αγοράσουμε ένα σπίτι του χρόνου.

που σε βάζει σε σκέψεις

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este libro sobre el consumismo es una lectura que te hace pensar.

στα πρόχειρα, στα γρήγορα

(coloquial) (χωρίς σκέψη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A bote pronto, no recuerdo el nombre de ese actor.

σε σκέφτομαι

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siempre estoy pensando en ti.

λογική σκέψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba angustiada después del accidente y era incapaz de pensar claramente.

τρόπος σκέψης

locución nominal masculina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Si hablo con él, compartirá nuestro modo de pensar.

χρόνος περισυλλογής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Antes de darte una respuesta quiero tomarme un tiempo para pensar, mañana te contesto.

τρόπος σκέψης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Tiene una forma de pensar un poco retrógrada, pero eso es algo habitual en las personas mayores.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de plantar un árbol debes reflexionar sobre qué es más conveniente para tu jardín.

κάνω κπ να πιστέψει

(κάτι ή ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El asesor financiero me hizo creer que mis inversiones eran seguras.

εννοώ αυτά που λέω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Realmente piensa lo que dice, o son solo palabras vacías?

δεν σκέφτομαι

locución verbal (considerar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mucha gente no piensa ni dos veces sobre los problemas de los pobres.

αρνούμαι να σκεφτώ κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Soy optimista: me niego a considerar la posibilidad del fracaso.

συλλογίζομαι, σκέφτομαι, στοχάζομαι, αναλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvo que hacer un esfuerzo para recordar los detalles de la conversación.

σκέφτομαι τα καλύτερα για

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω προτεραιότητα σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A nadie le cae bien Nancy, piensa primero en sí misma y no piensa en nadie más.
Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο.

σκέφτομαι αυτόνομα

locución verbal

σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά

(informal)

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Cuánta gente piensas que va a venir a la fiesta?

υπεραναλύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκέφτομαι θετικά

locución verbal

Te irá bien en el examen. ¡Piensa siempre en positivo!

ξανασκέφτομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su primera respuesta está equivocada, piénselo mejor.

προσπαθώ να προβλέψω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κοιτώ μπροστά, κοιτάω στο μέλλον

(μεταφoρικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En Año Nuevo, a muchos nos gusta pensar en el futuro y en los cambios positivos que podemos hacer el año entrante.
Την Πρωτοχρονιά, σε πολλούς από εμάς αρέσει να κοιτάζουμε μπροστά (or: να κοιτάζουμε στο μέλλον) και να σκεφτόμαστε τις θετικές αλλαγές που μπορούμε να κάνουμε τη χρονιά που έρχεται.

βάζω μυαλό, συμμορφώνομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que pensar un poco antes de hacer una tontería como esta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Βάλε μυαλό (or: συμμορφώσου) και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι ανόητα.

σκέφτομαι να κάνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

Julie tenía que pensar bien la propuesta de casamiento de Romeo.

κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Piensa en lo que te dije y mañana me comunicas tu decisión.
Σκέψου αυτά που σου είπα και πες μου αύριο ποια απόφαση πήρες.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se me acaba de ocurrir una solución a tu problema.
Έι Τζέιν, μόλις βρήκα μια λύση για το πρόβλημά σου!

κοινή άποψη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Significa mucho para ambos que durante todos estos años sigamos pensando igual.

κάνω κπ να κάνει μια παύση για να σκεφτεί κτ, κάνω κπ να κάνει μια παύση για να αναλογιστεί κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτομαι δημιουργικά

locución verbal (figurado)

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dedicó semanas a reflexionar sobre el asunto antes de ponerse manos a la obra.

κοιτάζω μπροστά

(figurado) (μεταφορικά)

La compañía mira hacia adelante y espera expandir su negocio en el futuro.
Η εταιρεία κοιτάζει μπροστά κι ελπίζει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es duro pensar en la vida sin mis padres.
Είναι δύσκολο να αναλογιστώ τη ζωή χωρίς τους γονείς μου.

υπεραναλύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω το κεφάλι μου

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estuvo dándole vueltas al problema de las ecuaciones durante semanas hasta que por fin lo resolvió.

στα τυφλά, στα κουτουρού

(απερίσκεπτα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Le dije que sí a ciegas sin siquiera escuchar lo que me estaba diciendo.
Είπα ναι στα τυφλά (or: στα κουτουρού) χωρίς ν' ακούσω καν τι έλεγε.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estuvimos tanto tiempo reflexionando sobre dónde cenar que el final se hizo tarde para hacer una reserva.

σκέφτομαι, συλλογίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gerente pensaba en cómo echar a la gente de buena manera.

σκέφτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El detective pensaba que su trabajo necesitaba paciencia.
Ο αστυνομικός συλλογιζόταν ότι η δουλειά του απαιτεί υπομονή.

αντανακλαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απερίσκεπτα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καταλαβαίνω

(από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No sé qué pensar de sus actos. ¿Qué piensas de este coche?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

locución verbal (ότι/πως κπ κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando mi marido dice que lo que cociné está "interesante", creo que él quiere decir que no le gusta. Creí que John estaba en Fiji pero entendí todo mal, está en Venezuela.
Όταν ο άντρας μου λέει ότι το φαγητό που έφτιαξα είναι «ενδιαφέρον» καταλαβαίνω ότι εννοεί πως δεν του αρέσει.

παραπλανώ, παρασύρω

(ώστε κπ να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las reacciones positivas del jefe me hicieron creer que me ascendería.

ξανασκέφτομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι υπερβολικά

locución verbal

No lo pienses demasiado, que solo es tu almuerzo.

σκέφτομαι κτ συνεχώς

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pensar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.