Τι σημαίνει το particular στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης particular στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του particular στο ισπανικά.
Η λέξη particular στο ισπανικά σημαίνει ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος, χωρίς διακριτικά, ειδικός, χαρακτηριστικός, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, ιδιαίτερος, καθαρός, εξειδικευμένος, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικά, διεύθυνση κατοικίας, που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώρο, κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρως, με πολιτικά, καθηγητής, καθηγήτρια, συγκεκριμένη επιλογή, ημι-ιδιωτικό σχολείο, τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο, έχω προσωπικό όφελος, έχω προσωπικό όφελος, κάνω ιδιαίτερα σε κπ, κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα, μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης particular
ατομικός, ξεχωριστός, προσωπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cada empleado dispone de una taquilla individual. |
συγκεκριμένοςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ¿Busca algún tono de azul en particular? Ποια συγκεκριμένη απόχρωση του μπλε ψάχνεις; |
ιδιαίτεροςadjetivo de una sola terminación (especial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pon particular atención a lo que voy a decirte. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που πρόκειται να σου πω. |
χωρίς διακριτικά(auto policial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tengo una razón particular para ir a China. Έχω ειδικό λόγο να πάω στην Κίνα. |
χαρακτηριστικός(ιδιαίτερος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Su risa tan característica se escuchaba desde la otra punta del salón. Το χαρακτηριστικό του γέλιο ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toby está siempre haciendo cosas raras, es muy peculiar. Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος. |
ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las peculiares propiedades de esa droga la hacen particularmente efectiva. Οι ιδιαίτερες ιδιότητες αυτού του φαρμάκου το καθιστούν εξαιρετικά αποτελεσματικό. |
καθαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pronunciación distintiva de Alex le permitió encontrar trabajo como locutor de noticias. |
εξειδικευμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los investigadores están trabajando para encontrar un tratamiento específico para la artritis. |
ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El candidato estaba muy capacitado en muchos sentidos, especialmente porque trabajó para uno de sus rivales durante tres años. |
διεύθυνση κατοικίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που εξαρτάται από την τοποθεσία, που εξαρτάται από το χώροlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυρίως, ειδικά, ιδιαιτέρωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El edificio es impresionante por varias razones, en particular por sus grandes dimensiones. |
με πολιτικάlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los policías estaban de particular y por eso los delincuentes no los reconocieron. |
καθηγητής, καθηγήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Rick tenía problemas con las matemáticas, así que sus padres le buscaron un tutor. Ο Ρικ ζοριζόταν στα μαθηματικά και έτσι οι γονείς του του βρήκαν καθηγητή. |
συγκεκριμένη επιλογή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me pregunto por qué has hecho esa elección particular sobre las otras opciones. |
ημι-ιδιωτικό σχολείο(CL) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Algunas escuelas particulares subvencionadas tienen un mejor plan de estudios que las escuelas públicas. |
τίποτα συγκεκριμένο/ιδιαίτερο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No se necesita nada en particular para completar este decorado. |
έχω προσωπικό όφελοςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω προσωπικό όφελοςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω ιδιαίτερα σε κπ(με γενική ή σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James da clases de francés a tres adolescentes. Ο Τζείμς κάνει ιδιαίτερα στα γαλλικά σε τρεις εφήβους. |
κάνω ιδιαίτερα, κάνω ιδιαίτερα μαθήματα, κάνω μαθήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linda da clases particulares para ganarse un dinero extra. Η Λίντα κάνει ιδιαίτερα για να βγάλει επιπλέον χρήματα. |
μικρό αεροσκάφος που δεν απαιτεί αεροδρόμιο για την απογείωση και την προσγείωσή του
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του particular στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του particular
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.