Τι σημαίνει το part time στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης part time στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του part time στο Αγγλικά.
Η λέξη part time στο Αγγλικά σημαίνει μερικής απασχόλησης, μερικής απασχόλησης, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, δουλειά μερικής απασχόλησης, υπάλληλος μερικής απασχόλησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης part time
μερικής απασχόλησηςadjective (work: fewer hours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I finally got a job working as a part-time bartender. Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης. |
μερικής απασχόλησηςadverb (work: for fewer hours) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I got a job working part time for the delivery company. Βρήκα δουλειά και εργάζομαι μερική απασχόληση στην εταιρεία παραδόσεων. |
υπάλληλος μερικής απασχόλησηςnoun (work: not full time) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) The company needs to hire some part-time employees during the busy holiday season. |
δουλειά μερικής απασχόλησηςnoun (work: not full time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) When I was a student I had a part-time job working in a pub. Όταν ήμουν φοιτητής είχα δουλειά μερικής απασχόλησης, δούλευα σε μια παμπ. |
υπάλληλος μερικής απασχόλησηςnoun (employee: not full time) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Many mothers are part-time workers: they can't work full-time because of their children. Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του part time στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του part time
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.