Τι σημαίνει το paliza στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης paliza στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paliza στο ισπανικά.
Η λέξη paliza στο ισπανικά σημαίνει ξυλοδαρμός, ξύλο, μεγάλη ήττα, συντριπτική ήττα, ξυλοδαρμός, τρώω ξύλο, τις τρώω, ξυλοδαρμός, ξυλοδαρμός, ξυλοδαρμός, ξυλοδαρμός, πανωλεθρία, συντριπτική ήττα, ήττα με μηδέν βαθμούς, κάνω σκόνη, αυστηρή τιμωρία, ξυλοδαρμός, συντριπτική ήττα, ήττα, χτυπάω, χτυπώ, δέρνω, συντριβή, ξύλο, μαστίγωμα, χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμός, χτύπημα, κοπάνημα, μαστίγωμα, καμτσίκωμα, χαστούκι, σκαμπίλι, σκληραγώγηση, ιδρώτας, ξύλο, χτύπημα, ήττα, κατατρόπωση, συντριπτική ήττα, βαριά ήττα, νικώ, κατατροπώνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, κοπανάω, βαράω, νικιέμαι, κατατροπώνομαι, δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω, μαστιγώνω, επιτίθεμαι, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, χτυπώ, δέρνω, συντρίβω, κατατροπώνομαι, κατατροπώνομαι, βγάζω κπ νοκ άουτ, μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα, κατατροπώνω, χτυπάω, χτυπάω, τα χώνω σε κπ, -, χτυπάω, χτυπώ, κατατροπώνω, κάνω σκόνη, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, κατατροπώνω, νικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης paliza
ξυλοδαρμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mitch recibió una fuerte paliza del grupo de jóvenes. |
ξύλο(μτφ: τιμωρία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Antaño, los padres castigaban a menudo a sus hijos con una paliza. Παλιά, οι γονείς συχνά τιμωρούσαν τα παιδιά τους με ξύλο. |
μεγάλη ήττα, συντριπτική ήττα
El equipo femenino de fútbol sufrió una derrota en la ronda final del torneo. Η ομάδα ποδοσφαίρου γυναικών υπέστη μεγάλη ήττα στον τελικό γύρο του τουρνουά. |
ξυλοδαρμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El padre de Johnny creyó que una paliza era un castigo apropiado por haber robado un libro. |
τρώω ξύλο, τις τρώω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξυλοδαρμός(αργκό,μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξυλοδαρμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξυλοδαρμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Castigaron al bravucón por la paliza que le daba a los niños más pequeños. |
ξυλοδαρμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πανωλεθρίαnombre femenino (coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La paliza de nuestro equipo en el campeonato fue una vergüenza. |
συντριπτική ήτταnombre femenino (coloquial) La paliza del equipo en el torneo fue un gran bochorno. |
ήττα με μηδέν βαθμούςnombre femenino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω σκόνηnombre femenino (informal) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τους πήραμε τα σώβρακα στο ράγκμπυ, νικήσαμε 62-7. |
αυστηρή τιμωρίαnombre femenino (figurado) |
ξυλοδαρμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συντριπτική ήτταnombre femenino (informal) |
ήτταnombre femenino (figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χτυπάω, χτυπώ, δέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recibió una paliza de los miembros de una pandilla. Έφαγε ξύλο από μέλη μιας συμμορίας. |
συντριβή(coloquial) (βαριά ήττα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El equipo local recibió una paliza y perdió por 40 puntos. Η γηπεδούχος ομάδα υπέστη συντριβή κι έχασε με 40 πόντους διαφορά. |
ξύλο(καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El padre de Jim le dio una buena paliza la noche pasada por llegar muy tarde a casa. |
μαστίγωμα(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χτύπημα(coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ήττα(coloquial, figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξυλοδαρμόςnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χτύπημα, κοπάνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dale un buen aporreo a la pared con tu mazo. Πρέπει να χτυπήσεις δυνατά τον τοίχο με τη βαριοπούλα. |
μαστίγωμα, καμτσίκωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El prisionero fue castigado con una azotaina. |
χαστούκι, σκαμπίλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si no te comportas, te daré una manotada. |
σκληραγώγηση(figurado) (για εκπαίδευση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mujer le dijo al jinete que dejara descansar al caballo, ya que no creía que pudiera soportar más castigo. Η γυναίκα είπε στον καβαλάρη ότι έπρεπε να αφήσει το άλογό του να ξεκουραστεί γιατί δεν πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει άλλη ταλαιπωρία. |
ιδρώτας(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Después de años de sudor y lágrimas, Imogen finalmente terminó el proyecto. Μετά από χρόνια κόπου και μόχθου η Ίμοτζεν επιτέλους ολοκλήρωσε το έργο. |
ξύλο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pobre niño recibió una tunda por su mal comportamiento. |
χτύπημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El boxeador sintió el golpe de su oponente. Ο μποξέρ ένιωσε το χτύπημα του αντιπάλου του. |
ήττα, κατατρόπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El equipo local de fútbol americano tuvo una derrota aplastante en el partido de hoy. |
συντριπτική ήττα, βαριά ήττα
Los estudiantes gritaron cuando el partido terminó con la derrota aplastante 14 a 2 de sus tradicionales rivales. |
νικώ, κατατροπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo golpeé accidentalmente con mi pala en la cabeza. Τον χτύπησα κατά λάθος στο κεφάλι με το φτυάρι μου. |
χτυπάω, κοπανάω, βαράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Las olas golpeaban la costa. Τα κύματα έδερναν την ακτή. |
νικιέμαιlocución verbal (figurado, perder) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατατροπώνομαιlocución verbal (figurado) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω, βαράω, κοπανάω, δέρνω(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando iba a la escuela me daban palizas regularmente. |
μαστιγώνω(με μαστίγιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los marineros amotinados fueron azotados por su insubordinación. |
επιτίθεμαιlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ladrones sí que le dieron una paliza. |
σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un grupo de jóvenes le dio una paliza a Henry. Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι. |
χτυπώ, δέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dame tu dinero o te parto la cara. |
συντρίβωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατατροπώνομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los demócratas recibieron una paliza el día de las elecciones. |
κατατροπώνομαιlocución verbal (figurado) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγάζω κπ νοκ άουτlocución verbal (figurado) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυσταexpresión (coloquial) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) El profesor seguía dando la brasa, aun cuando la mayor parte de los alumnos no le escuchaban. Ο καθηγητής μιλούσε ασταμάτητα, παρόλο που οι περισσότεροι φοιτητές δεν πρόσεχαν. |
κατατροπώνωlocución verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo local le dio una paliza al equipo visitante, 75 a 30. |
χτυπάω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χτυπάω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El juez sentenció a Willis a cinco años de prisión por moler a palos a su víctima con un bate de béisbol. Ο δικαστής καταδίκασε τον Γουίλις σε πέντε χρόνια φυλάκισης επειδή χτύπησε το θύμα του με ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. |
τα χώνω σε κπ(figurado) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los críticos le dieron una paliza al director por la aburrida película. |
-(ES, coloquial) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le di la paliza a mi jefe hasta que finalmente accedió a darme un aumento. Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¿Cómo te atreves?" dijo Isabel y le pegó a Alan en la cara. |
κατατροπώνω(deportes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω σκόνη(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El equipo local azotó a sus oponentes. |
δέρνω, χτυπάω, χτυπώ(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James le dio una piña a Tim en toda la cara. |
κατατροπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo local derrotó al equipo rival. |
νικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El general consiguió derrotar de forma aplastante al enemigo y ganó la guerra. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paliza στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του paliza
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.