Τι σημαίνει το pain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pain στο Αγγλικά.

Η λέξη pain στο Αγγλικά σημαίνει πόνος, πόνος, πονάω να κάνω κτ, πληγώνομαι να κάνω κτ, μπελάς, προσπάθεια, πόνοι, έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός, έντονος πόνος, δυνατός πόνος, σωματικός πόνος, πόνος στα κόκκαλα, καυστικός πόνος, προκαλώ πόνο, πληγώνω συναισθηματικά, πόνος στο στήθος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διπλώνομαι από πόνο, αισθάνομαι πόνο, πόνοι ανάπτυξης, δυσκολίες της εφηβείας, δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης, που πονάει, πονάω, πονώ, προκαλώ πόνο, αρθραλγία, πόνος στη μέση, αλλιώς πέθανες, λούκι, λούκι, κακός μπελάς, κακός μπελάς, βραχνάς, παυσίπονο, αναλγητικό, παυσίπονο, προβληματικό σημείο, όριο πόνου, που δεν πονάει, που δεν πονά, ανώδυνος, έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιά, διαπεραστικός πόνος, διαξιφιστικός πόνος, πονάω, πονώ, υποφέρω, πονάω, πονώ, υποφέρω, σφύζων πόνος, σφαδάζω από τους πόνους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pain

πόνος

noun (sensation: discomfort)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had a pain in his leg after the game.
Μετά τον αγώνα, ένιωθε έναν πόνο στο πόδι.

πόνος

noun (figurative (mental distress) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We had to go through a lot of pain to get to where we are in life.
Χρειάστηκε να χύσουμε πολλά δάκρυα για να φτάσουμε εδώ που είμαστε στη ζωή.

πονάω να κάνω κτ, πληγώνομαι να κάνω κτ

verbal expression (figurative (cause mental pain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It pains me to see you do embarrassing things like that.
Με πονάει να σε βλέπω να γελοιοποιείσαι έτσι.

μπελάς

noun (informal, figurative (nuisance) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
That guy is such a pain. I don't want to go out with him again.
Αυτός ο τύπος είναι μπελάς. Δε θέλω να ξαναβγώ μαζί του.

προσπάθεια

plural noun (great care)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The excellent reviews of my book have rewarded all the pains I took in researching and writing it.

πόνοι

plural noun (contractions during labor)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When the pains are coming five minutes apart, it is time to call the midwife.

έντονος, δριμύς, οξύς, διαπεραστικός

noun (severe, sharp physical discomfort) (πόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fiona felt an acute pain in her right leg.

έντονος πόνος, δυνατός πόνος

noun (extreme physical discomfort)

The agonizing pain of the injury caused her to scream uncontrollably.

σωματικός πόνος

noun (severe physical discomfort)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The patient has been suffering from severe body pains.

πόνος στα κόκκαλα

noun (ache in bones)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My mother is suffering from bone pain; she can't move her legs because it hurts so much.

καυστικός πόνος

noun (pain with a hot sensation)

προκαλώ πόνο

(hurt physically)

As a nurse, I sometimes had to perform procedures that caused people pain.

πληγώνω συναισθηματικά

(torment, hurt emotionally)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Although I didn't want to cause him pain, I felt that I had no choice but to tell him about his wife's infidelity.

πόνος στο στήθος

noun (severe discomfort in upper abdomen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A heart attack causes chest pain.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (painful sensation of pressure)

διπλώνομαι από πόνο

verbal expression (bend forward in sudden pain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Each time the cramp returned he would scream and double up with pain.

αισθάνομαι πόνο

(suffer intense discomfort)

Scientists do not agree on whether insects feel pain.

πόνοι ανάπτυξης

plural noun (child: aching limbs)

About 20 per cent of young school children suffer growing pains.

δυσκολίες της εφηβείας

plural noun (figurative (adolescent: difficulties)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's just jumping into adolescence and he's trying to deal with the growing pains.

δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης

plural noun (figurative (new business: difficulties)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The first year of operation has been full of adjusting to the growing pains of the business.

που πονάει

adjective (suffering)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I hate seeing my daughter in pain.

πονάω, πονώ

verbal expression (suffer intense discomfort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She was in pain after her neck injury.

προκαλώ πόνο

verbal expression (cause suffering)

Torture is designed to inflict pain on somebody.

αρθραλγία

noun (arthritis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πόνος στη μέση

noun (discomfort in lowest part of the back)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poor posture can result in lower back pain.

αλλιώς πέθανες

adverb (on the threat of execution)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't tell anyone we're eloping, on pain of death!

λούκι

noun (informal, figurative (vicious circle or cycle) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λούκι

noun (tedious procedure or process) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κακός μπελάς

noun (vulgar, figurative, slang (source of annoyance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My boss is always looking over my shoulder and is starting to become a real pain in the ass.
Το αφεντικό μου συνεχώς παρακολουθεί τι κάνω και αρχίζει πραγματικά να γίνεται κακός μπελάς (or: βραχνάς).

κακός μπελάς, βραχνάς

noun (figurative, slang (source of annoyance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Filling out the forms for my recent insurance claim was a real pain in the neck.
Το να συμπληρώσω τα έντυπα για την πρόσφατη αίτηση αποζημίωσης ήταν σκέτος βραχνάς.

παυσίπονο

noun (analgesic drug)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She was prescribed painkillers after her surgery.

αναλγητικό, παυσίπονο

noun (analgesic tablet, painkiller)

I took a pain pill for my headache.

προβληματικό σημείο

noun (commerce: problem)

This app's limited functionality on certain operating systems is a pain point with customers.

όριο πόνου

noun (figurative (limit: pain tolerance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She has a very high pain threshold.

που δεν πονάει, που δεν πονά

adjective (feeling no pain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώδυνος

adjective (causing no pain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονος πόνος, σφάχτης, σουβλιά

noun (acute and severe physical discomfort)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sharp pain in his chest indicated a possible heart attack.

διαπεραστικός πόνος

noun (pain: sharp)

James went to the emergency room because of the shooting pains in his back.

διαξιφιστικός πόνος

noun (sudden, intense pain in one spot)

πονάω, πονώ, υποφέρω

(endure physical discomfort)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm suffering pain in all my joints, Doctor.

πονάω, πονώ, υποφέρω

(endure psychological torment) (ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He suffered much pain following the death of his wife.

σφύζων πόνος

noun (recurrent ache) (επίσημο)

I've had a throbbing pain in my arm all day long. Ever since I fell I've had a throbbing pain in my head.

σφαδάζω από τους πόνους

verbal expression (squirm, twist in pain)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.