Τι σημαίνει το outro στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης outro στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του outro στο πορτογαλικά.

Η λέξη outro στο πορτογαλικά σημαίνει άλλος, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλο ένα, ακόμα ένα, άλλος ένας, κι άλλος ένας, άλλος, άλλος, άλλοι, άλλος, άλλος, άλλος ένας, κάποιος άλλος, ακόμα ένας, αλλού, αντίθετα, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, ακριβώς απέναντι, που δε μοιάζει με τίποτε άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, τις προάλλες, κατά τα άλλα, εφ'ενός ζυγού, αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα, κάπου αλλού, οπουδήποτε αλλού, αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει, από άκρη σε άκρη, αντιθέτως, αντίθετα, από τη μία... από την άλλη, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, στην αντίπερα όχθη, πίσω μπρος, μπρος πίσω, από την άλλη, από την άλλη, από τον Άννα στο Καϊάφα, ο ένας ή ο άλλος, άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο, μανιώδες κάπνισμα, εφ'ενός ζυγού, η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη, συνάνθρωπος, η μετά θάνατον ζωή, απέναντι, ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη, ο ένας τον άλλο, αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο, αλλάζω κατεύθυνση, ταιριάζω, αλληλοσυμπληρώνομαι, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, τυγχάνω αδιαφορίας, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, φωνάζω πιο δυνατά, απευθύνομαι σε κπ με λάθος φύλο, συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ, που δε μοιάζει με κανέναν, από σημείο σε σημείο, παλινδρομικός, παλίνδρομος, διαφορετικά, αλλιώς, αλλιώτικα, αντίθετα, με άλλον τρόπο, από την άλλη, άλλη όψη, άλλη πλευρά, πηγαινέλα, απέναντι, ακριβώς απέναντι, φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο, λέω ένα γεια με κπ, αντιπαρατίθεμαι, πάω από την άλλη, βγαίνω με άλλο ζευγάρι, τρέχω, καπνίζω το ένα μετά το άλλο, που καπνίζει μανιωδώς, δίπλα δίπλα, λίγοι, μερικοί, διαφημιστικό, πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο, που πηγαινοέρχεται, που πηγαίνει πέρα δώθε, -, μιας νύχτας, της στιγμής, διαφορετικά, πηγαινοέρχομαι, πέρα δώθε, πηγαινοέρχομαι, η μεταθανάτια ζωή, απίστευτος, -, από μέσα, από την άλλη, άλλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης outro

άλλος

adjetivo (diferente)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Essa camisa não, a outra.
Όχι αυτό το πουκάμισο, το άλλο.

άλλος ένας, κι άλλος ένας

adjetivo (mais um)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu gostaria de outra xícara de café, por favor.
Θα ήθελα ακόμα ένα (or: ακόμη ένα) φλιτζάνι καφέ, παρακαλώ.

άλλος

adjetivo (adicional)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quantas outras pessoas estão vindo?
Πόσοι ακόμα θα έρθουν;

άλλο ένα, ακόμα ένα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άλλος ένας, κι άλλος ένας

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Primeiro, Alfie comeu um biscoito e depois comeu outro.
Πρώτα, ο Αλ έφαγε ένα μπισκότο, μετά έφαγε ακόμα ένα (or: ακόμη ένα).

άλλος

adjetivo (restante)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Eu tenho apenas mais outra coisa a fazer.
Έχω ακόμα ένα πράγμα να κάνω.

άλλος

adjetivo (diferente) (όχι ο ίδιος)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Isso é completamente outra história.
Αυτή είναι εντελώς διαφορετική (or: μια εντελώς διαφορετική) υπόθεση.

άλλοι

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Eu recebi alguns livros hoje e os outros chegarão amanhã.
Παρέλαβα μερικά βιβλία σήμερα και τα άλλα θα έρθουν αύριο.

άλλος

adjetivo (passado, antigo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Σε άλλες εποχές οι άνθρωποι το έκαναν διαφορετικά.

άλλος, άλλος ένας

pronome

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Esta guerra parece outro Vietnã.

κάποιος άλλος

pronome (για πρόσωπα)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ακόμα ένας

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

αλλού

(não aqui)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O livro não tinha a informação que a estudante queria, então ela precisou procurar em outro lugar.
Το βιβλίο δεν περιείχε τις πληροφορίες που ήθελε η μαθήτρια, επομένως έπρεπε να ψάξει αλλού.

αντίθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Eu passei o dia inteiro andando de um lado para o outro.

ακριβώς απέναντι

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που δε μοιάζει με τίποτε άλλο

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο ένας μετά τον άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τις προάλλες

locução adverbial (alguns dias antes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τα άλλα

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εφ'ενός ζυγού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αδιάκοπα, απανωτά, στη σειρά, συνεχόμενα

locução adverbial (continuamente, sem parar)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάπου αλλού

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

οπουδήποτε αλλού

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Prefiro estar em qualquer outro lugar agora.

αντιθέτως, σε αντίθεση, σε αντιδιαστολή, εν αντιθέσει

locução conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu sempre estou atrasado, mas você, por outro lado, sempre está no horário.
Εν αντιθέσει με (or: σε αντίθεση με) σένα που έρχεσαι πάντοτε στην ώρα σου, εγώ είμαι διαρκώς αργοπορημένος.

από άκρη σε άκρη

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντιθέτως, αντίθετα

locução conjuntiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O Canadá, por outro lado, é um exportador de energia.
Ο Καναδάς, αντίθετα, κάνει εξαγωγές ωφέλιμης ενέργειας.

από τη μία... από την άλλη

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por um lado, seria mais rápido ir de avião a Manchester; por outro, seria mais caro do que o trem.
Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο.

σε μεταγενέστερη ημερομηνία

locução adverbial (no futuro) (απροσδιόριστη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στην αντίπερα όχθη

advérbio (μτφ: εντελώς αντίθετα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Eu gosto de ópera, mas por outro lado sou fã de punk rock.

πίσω μπρος, μπρος πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από την άλλη

locução adverbial (de outra forma, contudo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από την άλλη

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από τον Άννα στο Καϊάφα

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο ένας ή ο άλλος

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μανιώδες κάπνισμα

locução verbal

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφ'ενός ζυγού

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η άλλη πλευρά, η άλλη μεριά, η άλλη άκρη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συνάνθρωπος

expressão

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η μετά θάνατον ζωή

substantivo masculino (vida)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απέναντι

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
O edifício do meu escritório é de frente para o shopping.
Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο.

ο ένας τον άλλο, η μία την άλλη

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eles sempre ajudam um ao outro quando as coisas apertam.
Πάντα βοηθά ο ένας τον άλλο, όταν δυσκολεύουν τα πράγματα.

ο ένας τον άλλο

locução pronominal (mutuamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os amantes não gostavam de nada melhor do que estar um com o outro. Lisa acredita que as mulheres na academia devem ajudar uma a outra para progredir.
Στο ερωτευμένο ζευγάρι άρεσε όσο τίποτα άλλο το είναι ο ένας με τον άλλο. Η Λίζα πιστεύει ότι οι γυναίκες στην πανεπιστημιακή κοινότητα θα πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη για να προχωρήσουν επαγγελματικά.

αντιμετωπίζω κατά πρόσωπο

locução verbal (encontrar face a face)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os casais zangados devem evitar confrontar-se um ao outro enquanto estão irritados.

αλλάζω κατεύθυνση

(tomar rumo diferente)

ταιριάζω

expressão verbal (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι ήξεραν πως ο Μάρσαλ και η Ιλέιν ταίριαζαν μεταξύ τους.

αλληλοσυμπληρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαδέχονται ο ένας τον άλλο

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυγχάνω αδιαφορίας

expressão verbal (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzana preocupava-se de o seu conselho entrar por um ouvido e sair pelo outro.

καπνίζω το ένα μετά το άλλο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φωνάζω πιο δυνατά

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απευθύνομαι σε κπ με λάθος φύλο

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνώ, συνεννοούμαι, καταλαβαίνομαι, επικοινωνώ

(entrar em acordo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που δε μοιάζει με κανέναν

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este feriado oferece aos turistas um período como nenhum outro.

από σημείο σε σημείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παλινδρομικός, παλίνδρομος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφορετικά, αλλιώς, αλλιώτικα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντίθετα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με άλλον τρόπο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μου αρέσουν κάποια πράγματα σε αυτόν, αλλά σε άλλες περιστάσεις είναι δύσκολο να τον καταλάβεις. Ενεργεί με ώριμο τρόπο σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά σε άλλες περιστάσεις μπορεί να είναι πολύ παιδί.

από την άλλη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άλλη όψη, άλλη πλευρά

(fig, lado menos atraente) (μεταφορικά)

πηγαινέλα

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

απέναντι

locução adverbial

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Os correios ficam do outro lado da rua da delegacia de polícia.
Η Ώντρεϋ στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε το ταχυδρομείο στην απέναντι πλευρά του δρόμου.

ακριβώς απέναντι

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο, πλασμένος ο ένας για τον άλλο

expressão (informal, figurado: ideais) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ένα γεια με κπ

expressão verbal (relacionar-se)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιπαρατίθεμαι

locução verbal (tentar resolver disputa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Terão de se confrontar um ao outro se querem resolver este problema.

πάω από την άλλη

locução verbal (tomar rumo oposto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω με άλλο ζευγάρι

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καπνίζω το ένα μετά το άλλο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που καπνίζει μανιωδώς

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίπλα δίπλα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

λίγοι, μερικοί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apenas uns poucos se voluntariaram para o projeto.
Μόνο μια χούφτα άνθρωποι δήλωσαν εθελοντές για το πρότζεκτ.

διαφημιστικό

πιάνω το ένα, αφήνω το άλλο

expressão verbal (fazer coisas desordenadamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Carol não trabalha metodicamente; ela sempre pula de tarefa em tarefa.

που πηγαινοέρχεται, που πηγαίνει πέρα δώθε

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

-

preposição (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Há um supermercado virando a esquina.
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

μιας νύχτας

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Se você usar nosso serviço de um dia para o outro, as mercadorias serão entregues amanhã de manhã.
Αν χρησιμοποιήσετε την νυχτερινή μας υπηρεσία, τα προϊόντα σας θα παραδοθούν αύριο το πρωί.

της στιγμής

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Esta canção foi uma sensação da noite para o dia.
Αυτό το τραγούδι έγινε το χιτ στη στιγμή.

διαφορετικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Não sei o que faremos se o dia acabar de outro modo que o esperado.
Δεν ξέρω τι θα κάνουμε αν η μέρα εξελιχθεί διαφορετικά από ότι περιμένουμε.

πηγαινοέρχομαι

expressão (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela andou de um lado para o outro.
Πηγαινοερχόταν πάνω-κάτω στο δωμάτιο.

πέρα δώθε

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ele estava dançando de um lado para o outro, sacudindo o bilhete de loteria no ar.
Χοροπηδούσε πέρα δώθε, κουνώντας το λαχείο του στον αέρα.

πηγαινοέρχομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele andava para lá e para cá do lado de fora enquanto sua mulher dava à luz o bebê.
Πηγαινοερχόταν απέξω ενώ η γυναίκα του γεννούσε.

η μεταθανάτια ζωή

A moribunda esperava rever seu amado marido no além.

απίστευτος

expressão (figurativo: excelente) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A pizza daquela loja é de outro mundo!
Η πίτσα σ' αυτό το μαγαζί είναι απίστευτη!

-

locução adverbial (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Você poderia entregar esse livro para mim, por favor?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

από μέσα

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ele estava passando de um lado para outro quando o vimos.

από την άλλη

locução conjuntiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άλλος

locução pronominal

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Os gêmeos são tão parecidos, que ninguém consegue diferenciar um do outro.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του outro στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του outro

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.