Τι σημαίνει το ônibus στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ônibus στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ônibus στο πορτογαλικά.
Η λέξη ônibus στο πορτογαλικά σημαίνει λεωφορείο, λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο,πούλμαν, λεωφορείο, λεωφορείο, μικρό λεωφορείο, σταθμός λεωφορείων, microbus, οδηγώ, με το λεωφορείο, οδηγός λεωφορείου, εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείων, ναυλωμένο λεωφορείο, σχολικό λεωφορείο, τρόλεϊ, τρόλεϋ, τιμή εισιτηρίου, διαστημικό λεωφορείο, τουριστικό λεωφορείο, θαλάσσιο ταξί, διώροφο λεωφορείο, διώροφο λεωφορείο, δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, τουριστικό λεωφορείο, λεωφορειολωρίδα, χάνω την ευκαιρία, φέρνω, δρομολόγιο του λεωφορείου, τουριστικό λεωφορείο, χάνω το λεωφορείο, διαστημικό λεωφορείο, που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης, μονώροφο λεωφορείο, τρόλεϋ, παίρνω το λεωφορειάκι, μεταφέρω κπ/κτ με μικρό λεωφορείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ônibus
λεωφορείο(BRA) (όχημα, μεταφορικό μέσο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Há um ônibus saindo para Londres às três horas. Υπάρχει ένα λεωφορείο που φεύγει για το Λονδίνο στις τρεις ακριβώς. |
λεωφορείοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τουριστικό λεωφορείο,πούλμανsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λεωφορείοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O grupo de turismo viajou num ônibus. Η ομάδα των εκδρομέων ταξίδεψε με λεωφορείο. |
λεωφορείοsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μικρό λεωφορείοsubstantivo masculino |
σταθμός λεωφορείων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
microbussubstantivo masculino (Volkswagen) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dirigimos por 80 quilômetros, mas depois o carro quebrou. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου. |
με το λεωφορείοlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
οδηγός λεωφορείουsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εταιρία που εκτελεί δρομολόγια λεωφορείωνsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ναυλωμένο λεωφορείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχολικό λεωφορείο(BRA) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Os ônibus escolares geralmente são pintados de amarelo nos EUA. Τα σχολικά λεωφορεία στις Η.Π.Α. είναι συνήθως βαμμένα κίτρινα. |
τρόλεϊ, τρόλεϋ(ônibus com cabo de energia sobre o teto) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τιμή εισιτηρίουsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαστημικό λεωφορείο(tipo de espaçonave) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τουριστικό λεωφορείο(veículo usado para visitas turísticas) |
θαλάσσιο ταξί(pequeno barco em canal ou rio) |
διώροφο λεωφορείο(ônibus com dois andares) |
διώροφο λεωφορείοsubstantivo masculino |
δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τουριστικό λεωφορείο
|
λεωφορειολωρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάνω την ευκαιρίαexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δρομολόγιο του λεωφορείουsubstantivo feminino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τουριστικό λεωφορείο(ônibus usado por um grupo turístico) |
χάνω το λεωφορείοexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαστημικό λεωφορείο(BRA) A NASA vai lançar o ônibus espacial na quarta-feira. Η ΝΑΣΑ θα εκτοξεύσει το διαστημικό λεωφορείο την Τετάρτη. |
που σχετίζεται με το δρομολόγιο λεωφορείου από τα προάστια προς το κέντρο της πόλης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μονώροφο λεωφορείο
|
τρόλεϋ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
παίρνω το λεωφορειάκιlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταφέρω κπ/κτ με μικρό λεωφορείοlocução verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ônibus στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του ônibus
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.