Τι σημαίνει το nul στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nul στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nul στο Γαλλικά.
Η λέξη nul στο Γαλλικά σημαίνει μηδενικός, μηδενικός, κακός, αδέξιος, ανίκανος, μηδαμινότητα, ισόπαλος, άκυρος, ανίκανος, απαίσιος, άθλιος, άθλιος, χάλια, ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος, άχρηστος, ανίκανος, κακός, άδικος, κακός, απαίσιος, άθλιος, ανίκανος, βαρετός, ανιαρός, άχρηστος, σκουπίδι, χάλια, άχρηστος, άσχετος, τίποτα, ξεφτίλα, άχρηστος, άσχετος, μάπα, πατάτα, χαμένη υπόθεση, ούτε ψυχή, κανείς, ανόητος, άχρηστος, ελεεινός, κάκιστος, άθλιος, μηδενικός, ακατάλληλος, απαίσιος, παλιός, μηδενικό, άκυρος, τιποτένιος, φτηνιάρικος, απαράδεκτος, απερίγραπτος, απαίσιος, ανούσιος, χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες, φυτό, σπασικλάκι, σπασίκλας, σπασίκλα, άθλιος, άκυρος, κανείς άλλος, ακυρώνω, ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος, που δε μοιάζει με κανέναν, αναμφίβολα, ισοπαλία, κανείς άλλος, κακός, αδύναμος, είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nul
μηδενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Χωρίς τις σωστές διασυνδέσεις η αξία της εκπαίδευσής σου είναι μηδενική. |
μηδενικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le résultat de l'équation est nul. Η εξίσωση ήταν μηδενική στο τέλος. |
κακός, αδέξιος, ανίκανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'était un mauvais ouvrier et tout ce qu'il réparait se cassait rapidement. Ήταν ανίκανος εργάτης και οτιδήποτε επιδιόρθωνε ξαναχαλούσε σύντομα. |
μηδαμινότηταnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ισόπαλοςadjectif (Sports : match) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce match nul signifiait qu'ils allaient devoir rejouer. Το ισόπαλο παιχνίδι σήμαινε πως θα έπρεπε να γίνει επαναληπτικός αγώνας. |
άκυρος(Droit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le contrat a été déclaré nul par le juge. Το συμβόλαιο θεωρήθηκε άκυρο από τον δικαστή. |
ανίκανοςadjectif (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gary est nul ; on devrait le virer. Ο Γκάρυ είναι ανίκανος, πρέπει να απολυθεί. |
απαίσιος, άθλιος(assez familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard a dû passer des mois à travailler sur un projet nul au boulot. Ο Ρίτσαρντ επί μήνες δούλευε ένα άθλιο πρότζεκτ στη δουλειά. |
άθλιος(de qualité médiocre) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ne va pas voir ce film, il est vraiment nul. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποιος σχεδίασε αυτές τις άθλιες καρέκλες; |
χάλιαadjectif (πολύ κακός) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άχρηστος, ανίκανοςadjectif (familier : personne) (πιθανά προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Emma est nulle en maths. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Τζάκι ήθελε να βοηθήσει, αλλά ένιωθε άχρηστη επειδή δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει. |
κακός, άδικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακός, απαίσιος, άθλιοςadjectif (assez familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erin a dit à son frère que la manière dont il avait traité son amie était vraiment nulle. Η Έριν είπε στον αδελφό της πως ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε στη φίλη της ήταν πραγματικά άθλιος. |
ανίκανος(familier) (σε σπορ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετός, ανιαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nate a quitté la fête de bonne heure parce qu'elle était nulle. Ο Νέιτ έφυγε νωρίς από το πάρτι επειδή ήταν βαρετό. |
άχρηστοςadjectif (assez familier) (προσβλητικό: ανίκανος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Brad était nul au volant et essayait d'éviter de conduire. Ο Μπεν ήταν χάλια στην οδήγηση και προσπαθούσε να την αποφύγει. |
σκουπίδι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce film était vraiment nul. // Ce joueur est nul ; il n'a pas touché une seule balle. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ταινία ήταν για τα μπάζα. |
χάλια
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ce film était nul. |
άχρηστος, άσχετος(σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je suis nul au foot et John est nul aux échecs. |
τίποτα(μεταφορικά, ανεπίσημο) Ne tenez pas compte de ce qu'il dit. C'est un nul. Μην ανησυχείς γι' αυτά που λέει. Είναι τιποτένιος. |
ξεφτίλα(καθομιλουμένη, μειωτικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est vraiment nul au violon. |
άχρηστος
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Harry est un nul : au point d'en oublier l'anniversaire de sa fille. |
άσχετος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cela ne sert à rien d'espérer son aide, c'est un incapable. |
μάπα, πατάτα(familier : film) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαμένη υπόθεση(activité, personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ούτε ψυχή, κανείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Personne n'était en faveur des hausses de prix. |
ανόητος(familier, péjoratif) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bien sûr que c'est faux, andouille ! Φυσικά και δεν είναι σωστό, ανόητε! |
άχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'en ai assez d'entendre les idées débiles de Bill : elles n'ont aucun mérite. |
ελεεινός, κάκιστος, άθλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μηδενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nouveau stagiaire est nul ; il ne fait aucun effort. |
ακατάλληλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces outils sont vraiment mauvais. Tu dois t'équiper mieux que ça. |
απαίσιος(qualité) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παλιός(familier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μηδενικό(figuré) (μεταφορικά, προσβλητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ignore David ; c'est un zéro (or: un nul). |
άκυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il conduisait avec un permis de conduire non valide (or: non valable). Οδηγούσε με δίπλωμα που δεν ίσχυε. |
τιποτένιος, φτηνιάρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαράδεκτος, απερίγραπτος(très mauvais) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le temps est épouvantable (or: effroyable) : il pleut trop pour aller marcher. |
απαίσιοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανούσιος(objet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Même un cuisinier pas doué peut faire ce plat simple. |
φυτό, σπασικλάκι(familier, péjoratif) (μειωτικό, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter était un tocard à l'école et n'avait pas beaucoup d'amis. Ο Πήτερ ήταν σπασίκλας στο σχολείο και δεν είχε πολλούς φίλους. |
σπασίκλας, σπασίκλα(familier, péjoratif) (καθομ, προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Τον Ράιαν τον πείραζαν γιατί ήταν σπασικλάκι όταν ήταν παιδί. |
άθλιος(déplaisant) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous passions un mauvais moment à la plage et nous sommes donc partis plus tôt. |
άκυροςadjectif (Droit) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κανείς άλλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leur relation d'affaire a pris fin lorsque le juge a déclaré leur contrat nul et non avenu. |
ντροπιάζω, εξευτελίζω, προσβάλλω, κάνω κάποιον να φαίνεται κατώτερος
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που δε μοιάζει με κανένανadjectif (litt) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Venise est d'une beauté à nulle autre pareille. |
αναμφίβολα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu as sans aucun doute (or: sans nul doute) plus d'expérience dans ce domaine que moi. |
ισοπαλίαnom masculin (Sports) (αθλητικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y avait toujours match nul entre les deux équipes quand la nuit est tombée. Οι ομάδες ήταν ισοπαλία όταν έπεσε το σκοτάδι. |
κανείς άλλος(chose) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακός, αδύναμος(σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il est très mauvais en maths. Είναι πολύ αδύναμος στα μαθηματικά. |
είμαι ισάξιος, είμαι ισοδύναμος(Sports) (ικανότητες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'équipe canadienne a fait match nul contre les Français. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nul στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του nul
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.