Τι σημαίνει το noix στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης noix στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noix στο Γαλλικά.
Η λέξη noix στο Γαλλικά σημαίνει καρύδι, κομμάτι, κομματάκι, καρπός, καρύδια, μπαλάκια, καρπός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ψίχα, κομματάκι, σφόνδυλος, σταλιά, στάλα, ψίχα, με καρύδια, με καρύδι, που έχει γεύση ξηρών καρπών, καρύδα, μοσχοκάρυδο, καρυδότσουφλο, κάσιους, πεκάν, καρύδα, μακαντάμια, εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπού, φιστίκι Βραζιλίας, κάσιους, ο καρπός του φυτού κόλα, μακαντάμια, ψωμί με ξηρούς καρπούς, έλαιο καρυδιάς, γάλα καρύδας σε σκόνη, αλεύρι πεκάν, τάρτα με καρύδια πεκάν, καρύδι της αρέκας, καραμελωμένα καρύδια πεκάν, καρύδα, μοσχοκάρυδο, καρυδότσουφλο, ψωμί με ξηρούς καρπούς, καρπός kola, βραζιλιάνικο φιστίκι, με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδου, με γεύση καρύδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης noix
καρύδιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Simon a ajouté des noix à sa pâte à gâteau. Ο Σάιμον πρόσθεσε καρύδια στο μείγμα του κέικ. |
κομμάτι, κομματάκιnom féminin (de beurre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dana a étalé une noix de beurre sur son pain. Η Ντάνα άπλωσε ένα κομμάτι βούτυρο στο ψωμί της. |
καρπόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sortir une noix de sa coquille sans la casser peut-être compliqué. Το να βγάλεις τον καρπό από το κέλυφός του χωρίς να τον σπάσεις μπορεί να είναι ζόρικο. |
καρύδια, μπαλάκια(familier : testicules) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Η Τζέιμι κλότσησε τον Κόλμπι κατευθείαν στα μπαλάκια του όταν έκανε ένα αγενές σχόλιο εις βάρος της. |
καρπός(pas d'équivalent) (σκληρός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) À Noël dernier, Jeff a passé la journée à casser des noix pour sa mère. Πέρυσι τα Χριστούγεννα ο Τζεφ πέρασε ολόκληρη την ημέρα να καθαρίζει ξηρούς καρπούς για τη μητέρα του. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(fruit du noyer cendré) |
ψίχαnom féminin (ξηρού καρπού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομματάκιnom féminin (de beurre) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avec la soupe, nous avons mangé des petits pains avec une noix de beurre. |
σφόνδυλοςnom féminin (Textile, technique : poulie) (μηχανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σταλιά, στάλα(figuré : petite quantité) (μεταφορικά: λίγο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ajoute une noisette de beurre. |
ψίχα(peu courant, d'un fruit à coque) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Νταν έσπασε τα κελύφη των ξηρών καρπών και έβαλε την ψίχα στο μπωλ. |
με καρύδια, με καρύδιlocution adjectivale (nourriture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Maria a servi à chacun de ses invités un café et un morceau de gâteau aux noix. |
που έχει γεύση ξηρών καρπών(τροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cet assaisonnement a un goût de noisettes ; es-tu sûr qu'il ne contient pas de cacahouètes ? |
καρύδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La première fois, j'ai été surpris de voir pousser des noix de coco en Floride. Εξεπλάγην την πρώτη φορά που είδα καρύδες να φυτρώνουν στη Φλόριντα. |
μοσχοκάρυδοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane aime ajouter une pincée de muscade à ses épinards. Στην Τζέιν αρέσει να βάζει λίγο μοσχοκάρυδο στο σπανάκι της. |
καρυδότσουφλοnom féminin (για καρύδια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Des coquilles de noix laissées par les écureuils jonchaient le sol sous les arbres. Τα τσόφλια ήταν σκορπισμένα στο έδαφος, εκεί που τα είχαν αφήσει τα σκιουράκια κάτω από τα δέντρα. |
κάσιουςnom féminin (φιστίκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alana a fait des brownies avec des noix de cajou. |
πεκάν(είδος ξηρού καρπού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les noix de pécan ont un parfum sucré et crémeux. Τα πεκάν έχουν γλυκειά και κρεμώδη γεύση. |
καρύδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μακαντάμιαnom féminin (noix australienne) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαλείο για αφαίρεση ψίχας ξηρού καρπούnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φιστίκι Βραζιλίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Dans un bol de mélange de noix, les noix du Brésil sont les plus grosses. |
κάσιουςnom féminin Je ne suis pas vraiment allergique aux noix de cajou. C'est juste que j'en suis pas fan. |
ο καρπός του φυτού κόλαnom féminin (fruit comestible) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μακαντάμιαnom féminin (είδος φιστικιών) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les noix de macadamia sont beaucoup plus chères que les autres noix. |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έλαιο καρυδιάςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γάλα καρύδας σε σκόνηnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αλεύρι πεκάνnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τάρτα με καρύδια πεκάνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καρύδι της αρέκαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καραμελωμένα καρύδια πεκάνnom féminin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καρύδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Certains n'aiment pas la texture de la noix de coco. Σε μερικούς ανθρώπους δεν αρέσει η υφή της καρύδας. |
μοσχοκάρυδοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jeff n'aime pas les épices moulues et achète toujours des noix de muscade entières. Στον Τζεφ δεν αρέσουν τα τριμμένα μπαχαρικά και πάντα αγοράζει το μοσχοκάρυδό του ολόκληρο. |
καρυδότσουφλοnom féminin (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρπός kolanom féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βραζιλιάνικο φιστίκιnom féminin |
με γεύση πεκάν, με γεύση ελαιοκάρυδουlocution adjectivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Hannah a apporté un gâteau aux amandes et à la noix de pécan à la fête d'anniversaire. Η Χάνα έφερε μια τούρτα με γεύση αμύγδαλο και πεκάν στο πάρτι γενεθλίων. |
με γεύση καρύδαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le latte à la noix de coco est une boisson rafraîchissante en été. Ένας παγωμένος λάτε καρύδα είναι πολύ αναζωογονητικός τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noix στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του noix
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.