Τι σημαίνει το neige στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης neige στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του neige στο Γαλλικά.
Η λέξη neige στο Γαλλικά σημαίνει χιόνι, χιόνια, παράσιτα, πρέζα, χιονίζει, αποκλεισμένος από το χιόνι, σανίδα σνόουμπορντ, γάλανθος, σνόουμπορντ, Χιονάτη, βροχόπτωση, απαλό χιόνι, χιονισμένος, με χιονόνερο, αποκλεισμένος από το χιόνι, που δεν έχει ορατότητα λόγω χιονιού, που δεν μπορεί να δει από το χιόνι, νιφάδα, χιονονιφάδα, χιονάνθρωπος, μισολιωμένο χιόνι, χιονόμπαλα, χιονόνερο, νιφάδα, χιονοθύελλα, χιονόπτωση, εκχιονιστικό μηχάνημα, ξηρός πάγος, χιόνι, λασπόχιονο, ταξίδι για σκι, ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσης, χιονοπόλεμος, κάστρο από χιόνι, οχυρό από χιόνι, χιονόμπαλα, γλυπτό από χιόνι, φτυάρι, χιονοπόλεμος, χιονόπτωση, αλυσίδες, ξεχιονίζω, καλύπτω με χιόνι, χιονισμένος, άσπιλος, αγνός, αθώος, τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, ξηρός πάγος, χιονιάς, κάνω σνόουμπορντ, φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαι, χτυπάω, χτυπώ, με χιονοπτώσεις, παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας, ρίχνει χιονόνερο, χιονισμένος, για τοποθέτηση αλυσίδων, πάλλευκος, άσπιλος, λιωμένο χιόνι, φρέσκο χιόνι, συσσωματώματα χιονονιφάδων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης neige
χιόνιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On a eu 10 cm de neige hier. Είχαμε 10 εκατοστά χιόνι χτες. |
χιόνια, παράσιταnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Laisse-moi régler l'antenne pour voir si j'arrive à me débarrasser de la neige sur cette chaîne. |
πρέζαnom féminin (argot : héroïne) (ανεπίσημο: ηρωίνη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carl est accro à la poudre. |
χιονίζειverbe intransitif (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Est-ce qu'il neige déjà ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μαύρη είν' η νύχτα στα βουνά, στους κάμπους πέφτει χιόνι. |
αποκλεισμένος από το χιόνι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σανίδα σνόουμπορντ(anglicisme) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sean a eu un snowboard bleu et orange à Noël. |
γάλανθοςnom masculin et féminin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σνόουμπορντ(anglicisme) (άθλημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le snowboard est mon sport d'hiver préféré. |
Χιονάτηnom propre féminin (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Blanche-Neige a croqué dans la pomme empoisonnée et s'est endormie. |
βροχόπτωση(pluie) (βροχής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les précipitations ont commencé dans la nuit et ont laissé 12 cm de pluie le matin. Η χιονόπτωση ξεκίνησε τη νύχτα και μέχρι το πρωί το είχε στρώσει 10 εκατοστά. |
απαλό χιόνι
|
χιονισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
με χιονόνεροlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποκλεισμένος από το χιόνιadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν έχει ορατότητα λόγω χιονιού, που δεν μπορεί να δει από το χιόνιlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νιφάδα, χιονονιφάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ryan a réalisé qu'il neigeait lorsqu'un flocon a atterri sur sa main. Ο Ράυαν κατάλαβε πως χιόνιζε όταν μια νιφάδα προσγειώθηκε στο χέρι του. |
χιονάνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le bonhomme de neige que nous avons fait hier commence à fondre. // Les enfants adorent faire des bonshommes de neige. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο χιονάνθρωπος που φτιάξαμε χτες αρχίζει να λειώνει. |
μισολιωμένο χιόνιnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fais attention, toutes les routes sont couvertes de neige fondue. Πρόσεχε: Όλοι οι δρόμοι είναι καλυμμένοι με λασπόχιονο. |
χιονόμπαλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une boule de neige m'a atteint en plein visage et a fait voler mes lunettes. Μια χιονόμπαλα με χτύπησε στο πρόσωπό και μου έριξε τα γυαλιά. |
χιονόνεροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ils prévoient de la neige fondue vers l'heure de pointe. Προβλέπουν χιονόνερο ακριβώς την ώρα αιχμής. |
νιφάδαnom masculin (χιονιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants ouvrirent la bouche pour attraper les flocons de neige avec la langue. |
χιονοθύελλαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cette tempête de neige va complètement nous enneiger. Αυτή η χιονοθύελλα θα μας αποκλείσει τελείως. |
χιονόπτωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκχιονιστικό μηχάνημαnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξηρός πάγοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai besoin de neige carbonique pour transporter ce poisson jusqu'à Cuba. |
χιόνι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le manteau neigeux fond vite : il ne reste que quelques centimètres. |
λασπόχιονο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξίδι για σκιnom féminin pluriel (courant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ημέρα που δεν ανοίγουν τα σχολείο λόγω χιονόπτωσηςnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χιονοπόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάστρο από χιόνι, οχυρό από χιόνιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χιονόμπαλαnom féminin (διακοσμητικό αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γλυπτό από χιόνιnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτυάριnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χιονοπόλεμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χιονόπτωση(Can) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλυσίδεςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ξεχιονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut que je déblaye la neige de mon allée pour que je puisse sortir ma voiture. |
καλύπτω με χιόνιlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χιονισμένοςadjectif (μεταφορικά, λόγιος) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sa barbe est blanche comme neige mais ses cheveux sont encore foncés. Τα γένια του είναι άσπρα, αλλά τα μαλλιά του είναι ακόμη σκούρα. |
άσπιλος, αγνός, αθώοςlocution adjectivale (figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) On se l'imagine blanche comme neige, mais Veronica est sortie avec pas mal de garçons. |
τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπροςlocution adjectivale (figuré, familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'a jamais rien fait de malhonnête, il est blanc comme neige. |
ξηρός πάγοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) De la neige carbonique recouvrait la scène quand le groupe est apparu. |
χιονιάςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάνω σνόουμπορντ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Cet hiver-là, le groupe d'amis décida de faire du snowboard tous les dimanches. |
φθίνω, εξατμίζομαι, εξαφανίζομαιverbe intransitif (μεταφορικά, για συναισθήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sa colère a fondu comme neige au soleil devant son sourire magnifique. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam a fouetté (or: battu au fouet) la pâte à gâteau. Ο Άνταμ χτύπησε το μείγμα του κέικ. |
με χιονοπτώσεις(καιρός, ημέρα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'était une journée neigeuse, nous sommes donc restés à la maison. |
παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδαςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avec l'inflation qui fait boule de neige, les gens commencent à faire des réserves d'argent liquide. |
ρίχνει χιονόνερο
(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Il a commencé à tomber de la neige fondue juste au moment où j'ai atteint l'allée de la maison. Άρχισε να ρίχνει χιονόνερο μόλις έφτασα στην είσοδο του σπιτιού. |
χιονισμένοςlocution adverbiale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Nous passerons Noël sous la neige si les prévisions sont justes. |
για τοποθέτηση αλυσίδων(pneu, véhicule) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάλλευκοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσπιλοςlocution adjectivale (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λιωμένο χιόνιnom féminin La glace fondue est descendue des montagnes au printemps. |
φρέσκο χιόνιnom féminin Kathy aime skier sur la poudreuse. |
συσσωματώματα χιονονιφάδωνnom féminin (Météorologie) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του neige στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του neige
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.