Τι σημαίνει το lucky στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lucky στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lucky στο Αγγλικά.

Η λέξη lucky στο Αγγλικά σημαίνει τυχερός, τυχερός, γιαγιά, γυναίκα, τυχερή ανακάλυψη, γεννημένος τυχερός, αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστος, τυχεράκιας, καλή τύχη, τυχεράκιας, κωλόφαρδος, γούρι, τετράφυλλο τριφύλλι, παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο, διαλέγω τυχαία, τυχεράκιας, το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ, τυχερός αριθμός, λαγοπόδαρο, χτυπώ φλέβα χρυσού, καλή τύχη, είμαι τυχερός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lucky

τυχερός

adjective (fortunate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I am so lucky to have met you.
Είμαι πολύ τυχερός που σε γνώρισα.

τυχερός

adjective (bringing good fortune)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is my lucky coin.
Αυτό είναι το τυχερό μου νόμισμα.

γιαγιά

noun (UK, regional, informal (Scottish term: elderly woman) (μεταφορικά: ηλικιωμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυναίκα

noun (UK, regional, informal (woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυχερή ανακάλυψη

noun (informal (a fortunate discovery)

γεννημένος τυχερός

adjective (figurative (fortunate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I've never had any major problems in life. I guess I was born lucky.

αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστος

adjective (informal (cheerfully unworried)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janice has always been a happy-go-lucky child.

τυχεράκιας

noun (figurative, informal, euphemism (person: envied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben was astonished at Kyle; the lucky beggar had just gotten a job at Google.

καλή τύχη

noun (piece of good fortune)

τυχεράκιας, κωλόφαρδος

noun (UK, slang, vulgar (envied person) (καθομιλουμένη, προφορικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

γούρι

noun (trinket: kept for luck)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τετράφυλλο τριφύλλι

noun (four-leafed plant considered lucky)

παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο

noun (UK (game: picking out random prize)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαλέγω τυχαία

noun (figurative (choosing [sth] at random)

τυχεράκιας

noun (undeserving lucky person) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You lucky dog! I can't believe she agreed to go out with you!

το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ

noun (near miss)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυχερός αριθμός

noun (numeral thought to bring luck)

Michelle's lucky number is seven.

λαγοπόδαρο

noun (paw of a rabbit kept as a lucky charm)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I always carry my lucky rabbit's foot when I sit an exam.

χτυπώ φλέβα χρυσού

noun (when miners find gold)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The miners had a lucky strike when they found gold.

καλή τύχη

noun (having good fortune)

Steve had a lucky strike when he won the lottery.

είμαι τυχερός

verbal expression (informal, UK (have good fortune)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lucky στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lucky

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.