Τι σημαίνει το lives στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lives στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lives στο Αγγλικά.

Η λέξη lives στο Αγγλικά σημαίνει ζωή, ζωή, ζωή, διάρκεια ζωής, ζωή, ζωή, ζωή, βιογραφία, πνοή, ισόβια, ζωή, ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, αναμμένος, πυρωμένος, ενεργός, ηλεκτροφόρος, ζωντανός, ζωντανός, ζωντανά, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, πίνακας θνησιμότητας, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, το υπόλοιπο της ζωής σου, τα χρόνια της ωριμότητας, μαρτύριο, είμαι η ψυχή του/της, τροφή, άρτος της ζωής, αναζωογονώ, ανανεώνω, αναζωογονώ, ανανεώνω, ανασταίνω, ανασταίνω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, ζωντανεύω, εμμηνόπαυση, κύκλος της ζωής, ζωή στην πόλη, ζωή της πόλης, ξυπνάω,ζωντανεύω, αναπαριστώμαι/μεταφέρομαι πιστά, ζωή της υπαίθρου, καθημερινότητα, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, αφιερώνω τη ζωή μου σε κτ/κπ, τα όνειρα, η ζωή των ονείρων μου, η ζωή που ονειρεύομαι, παιδική ηλικία, ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας, τέλος κύκλου ζωής, τελευταίου σταδίου, τελικού σταδίου, στο τέλος του κύκλου ζωής του, προϊόν στο τέλος του κύκλου ζωής του, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, εκτιμώμενη διάρκεια ζωής, αιώνια ζωή, καθημερινή ζωή, καθημερινότητα, αλήθεια, οικογενειακή ζωή, φοβάμαι για την ζωή μου, απεγνωσμένα, απελπισμένα, για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως, με τίποτα, γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια, επόμενη ζωή, άντε ρε κακομοίρη, δίνω ζωή, ζωντανεύω, φέρνω μία ζωή στον κόσμο, καλή ζωή, χρόνος ημιζωής, δύσκολη ζωή, Να περνάς καλά, Καλά να περνάς, υγιεινός τρόπος ζωής, πολυτελής ζωή, οικιακή ζωή, ζωή, στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου, το φιλί της ζωής, με σάρκα και οστά, εντυπωσιακός, μεγάλη ηλικία, δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, ασφάλεια ζωής, στάση ζωής, μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο, κύκλος της ζωής, ζωγραφική με γυμνό μοντέλο, προσδόκιμο ζωής, κόλπο, ισόβια κάθειρξη, αφάλεια ζωής, σωσίβιο, δεξιότητες καθημερινής ζωής, πολυτελής ζωή, ψυχή του γλεντιού, σύντροφος, ισόβιος ευγενής, σωσίβιο, ρόπαλο, σωσίβια λέμβος, κπ/κτ που με σώζει, είδος καραμέλας με γεύση φρούτων και μέντας, αποταμιεύσεις μιας ζωής, βιολογικές επιστήμες, ανθρώπινες επιστήμες, άγαλμα, αγαλματοποιία, ισόβια, διακανονισμός ασφάλειας ζωής, κανονικό μέγεθος, σε κανονικό μέγεθος, δεξιότητες καθημερινής ζωής, ιστορικό, Την τύχη μου., μηχανική υποστήριξη, σωσίβιο, καθοριστικός, που βελτιώνει τη ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, αναζωογονητικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lives

ζωή

noun (lifetime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He led an interesting life.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο περιπετειώδης βίος του συγγραφέα αναστάτωσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής.

ζωή

noun (uncountable (organisms)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scientists were surprised to discover life at the bottom of the sea.
Οι επιστήμονες εξεπλάγησαν που βρήκαν ζωή στον βυθό του ωκεανού.

ζωή

noun (uncountable (existence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you think there is intelligent life on other planets?
Πιστεύεις ότι υπάρχει νοήμων ζωή σε άλλους πλανήτες;

διάρκεια ζωής

noun (figurative, uncountable (useful duration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
This battery should have a life of 20 hours.
Αυτή η μπαταρία κρατάει 20 ώρες.

ζωή

noun (figurative, uncountable (spirit, liveliness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The children are so full of life.
Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή.

ζωή

noun (human being)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Twenty lives were lost in the bombing.
Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές.

ζωή

noun (experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My grandma told me all about her life as a nurse during the war.
Η γιαγιά μου μου διηγήθηκε τα πάντα για τη ζωή της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

βιογραφία

noun (biography)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The academic wrote an excellent life of Shakespeare.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο διάσημος ηθοποιός έγραψε τη ζωή του σε βιβλίο.

πνοή

noun (figurative, uncountable (animation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That actress really gives life to the role.
Αυτή η ηθοποιός δίνει πραγματική πνοή στο ρόλο.

ισόβια

noun (informal, abbreviation (long-term imprisonment)

The judge sentenced him to life.
Ο δικαστής τον καταδίκασε σε ισόβια.

ζωή

noun (figurative (precious person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love my boy. He is my life.
Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή.

ζω, μένω

intransitive verb (reside)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Luca lives on the second floor.
Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο.

ζω

intransitive verb (manage your life)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Two full time jobs is no way to live.

ζω

intransitive verb (be alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The king is not dead! He lives!
Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)!

ζω

intransitive verb (remain alive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yes, he still lives. He must be ninety years old.
Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών.

ζω

intransitive verb (exist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cockroaches have lived for millions of years.
Οι κατσαρίδες ζουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

ζωντανός

adjective (living)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We bought live crabs for dinner.
Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο.

ζωντανός

adjective (broadcast: direct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this broadcast live or pre-recorded?
Αυτή η μετάδοση είναι ζωντανή (or: λάιβ) ή μαγνητοσκοπημένη;

ζωντανά

adverb (perform: in front of people)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The comedian loved performing live.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις ζωντανά (or: λάιβ).

αναμμένος, πυρωμένος

adjective (coals: burning)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Don't touch the coals from the fire; they are still live.
Μην αγγίζετε τα κάρβουνα από τη φωτιά. Είναι ακόμα αναμμένα (or: πυρωμένα).

ενεργός

adjective (weapons) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In training, the army uses blanks instead of live ammunition.
Στην εκπαίδευση, ο στρατός χρησιμοποιεί άσφαιρα και όχι αληθινά πυρά.

ηλεκτροφόρος

adjective (electrical: with current)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Don't touch the wires; they are still live with electricity.

ζωντανός

adjective (sports: in play) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The ball was still live because it had not gone out of bounds.
Η μπάλα ήταν ακόμα ζωντανή, γιατί δεν είχε βγει εκτός γηπέδου.

ζωντανός

adjective (audience: present at performance) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The comedian loved performing in front of a live audience.
Στον κωμικό άρεσε πολύ να δίνει παραστάσεις μπροστά σε ζωντανό κοινό.

ζωντανά

adverb (broadcast: direct) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We are broadcasting live from the scene of the protest.
Εκπέμπουμε ζωντανά από την περιοχή των διαδηλώσεων.

ζω, επιβιώνω

intransitive verb (subsist)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many people around the world live on less than a dollar per day.
Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα.

ζω

intransitive verb (enjoy life) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You can't work all your life; you have to live!
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

ζω, κάνω

intransitive verb (live in some manner)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Many monks live a Spartan life.
Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή.

βιώνω, ζω

transitive verb (experience)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He still lives the war in his imagination.
Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του.

ακολουθώ, κάνω

transitive verb (way of life) (τρόπος ζωής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lives a moral life, as he speaks a moral life.
Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του.

πίνακας θνησιμότητας

noun (mortality probability)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής

adverb (throughout my lifetime)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was born in Manchester, and I've lived here all my life.

το υπόλοιπο της ζωής σου

expression (for rest of your life)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα χρόνια της ωριμότητας

noun (figurative (later years of life) (ευφημισμός)

In the autumn of his life, Charles was no longer interested in his former hobbies.

μαρτύριο

noun (figurative (source of annoyance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My computer's crashed again; technology is the bane of my life!
Ο υπολογιστής πάλι κράσαρε. Η τεχνολογία είναι το χειρότερό μου!

είμαι η ψυχή του/της

verbal expression (figurative (be the source of animation, vitality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τροφή

noun (food, sustenance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άρτος της ζωής

noun (figurative (Christianity: spiritual sustenance) (θρησκεία: μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζωογονώ, ανανεώνω

transitive verb (figurative (revive, rejuvenate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The paramedics breathed life into the accident victim.

αναζωογονώ, ανανεώνω

verbal expression (reinvent, rejuvenate) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hiring Edie with her fresh new ideas will breathe new life into this company.

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανασταίνω

verbal expression (figurative (reintroduce) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The idea, once rejected, has been brought back to life by proponents.

ζωηρεύω, ζωντανεύω

transitive verb (figurative (enliven) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The party was boring until the band started playing and brought it to life.

ζωηρεύω, ζωντανεύω

transitive verb (figurative (portray convincingly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A good movie adaptation really brings the characters to life.

ζωντανεύω

verbal expression (often passive (give life)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A fairy brought the puppet Pinocchio to life.

εμμηνόπαυση

noun (informal (menopause)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Weight gain is common among women who are going through the change.

κύκλος της ζωής

noun (figurative (cycle of birth and death)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ζωή στην πόλη, ζωή της πόλης

noun (urban lifestyle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer the high energy of city life to the calm of the country.

ξυπνάω,ζωντανεύω

verbal expression (figurative (liven up) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It's surprising how much I come to life after a short nap.

αναπαριστώμαι/μεταφέρομαι πιστά

verbal expression (figurative (art, theatre: be convincing) (μεταφορικά:τέχνες/θέατρο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His stories seem to come to life as he tells them with such passion.

ζωή της υπαίθρου

noun (rural lifestyle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καθημερινότητα

noun (everyday existence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some people only practice their religion on holidays, while for others it's a part of their daily life.
Κάποιοι ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα μόνο στις γιορτές, ενώ για άλλους αυτά αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

verbal expression (euphemism (die) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I want to depart this life at the time and in the manner of my choosing.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

αφιερώνω τη ζωή μου σε κτ/κπ

verbal expression (be totally committed: to a cause)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jeremy devoted his life to a vain cause.

τα όνειρα

noun (what is experienced in dreams)

η ζωή των ονείρων μου, η ζωή που ονειρεύομαι

noun (figurative (ideal lifestyle) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιδική ηλικία

noun (childhood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She spent her early life in India, but moved to Britain as a teenager.

ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας

noun (immortality potion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The search for the elixir of life dates back thousands of years.

τέλος κύκλου ζωής

noun (product, vehicle: discontinuation)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τελευταίου σταδίου, τελικού σταδίου

adjective (final days of terminal disease) (ασθένεια)

A hospice is often the best place for end-of-life care.

στο τέλος του κύκλου ζωής του

adjective (product, vehicle: discontinued)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προϊόν στο τέλος του κύκλου ζωής του

noun (manufacturing: discontinued item)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσδοκώμενη διάρκεια ζωής

noun (life expectancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The estimated life of the light bulb is 64 hours.

εκτιμώμενη διάρκεια ζωής

noun (figurative (expected duration)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The light bulb has an estimated life of 64 hours.

αιώνια ζωή

noun (religion: life after death) (θρησκεία: μετά θάνατον ζωή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Christians believe that, through faith and good works, they can attain eternal life with God.

καθημερινή ζωή, καθημερινότητα

noun (normal daily existence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The teacher showed the students how they use math in everyday life. Taking his medicine became part of his everyday life.

αλήθεια

noun ([sth] unavoidably true)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικογενειακή ζωή

noun (how a family lives, interacts)

φοβάμαι για την ζωή μου

verbal expression (think you are likely to die)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He feared for his life when the robber drew a gun.

απεγνωσμένα, απελπισμένα

expression (desperately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως

adverb (for the rest of your life)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Marriage is a commitment for life.

με τίποτα

expression (informal (however hard you try)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I cannot for the life of me remember my next-door neighbour's name.

γεμάτος ζωή, γεμάτος ζωντάνια

adjective (lively, energetic)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He's nearly 80 but still full of life and with an eye for the ladies.

επόμενη ζωή

noun (reincarnation) (μετενσάρκωση)

I hope to come back as a house cat in a future life.

άντε ρε κακομοίρη

interjection (slang (expressing contempt)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
When I told them I was translating the Bible into Vulcan they all said “Get a life!”

δίνω ζωή, ζωντανεύω

transitive verb (enliven)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He provides just enough description to give life to his characters.
Δίνει αρκετές περιγραφές για να ζωντανέψει τους χαρακτήρες του.

φέρνω μία ζωή στον κόσμο

transitive verb (give birth to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλή ζωή

noun (luxurious lifestyle) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's living the good life on his yacht in the Mediterranean.

χρόνος ημιζωής

noun (radioactivity decrease)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The half-life of uranium-238 is about 4.47 billion years.

δύσκολη ζωή

noun (difficult existence)

Working in the coal mines was a hard life.

Να περνάς καλά, Καλά να περνάς

interjection (informal, ironic (bitter, dismissive) (με ειρωνική έννοια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υγιεινός τρόπος ζωής

noun (exercise, good nutrition, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
More people are beginning to realize that a healthy lifestyle can prevent diabetes.

πολυτελής ζωή

noun (luxurious lifestyle)

οικιακή ζωή

noun (life at home)

ζωή

noun (humanity, people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
So far there is no evidence of human life on Mars.

στο άνθος της ηλικίας μου, την ακμή της ζωής μου

expression (when you are healthiest, happiest) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

το φιλί της ζωής

noun (mainly UK, informal (mouth-to-mouth resuscitation) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

με σάρκα και οστά

expression (informal (in person, physically present) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντυπωσιακός

adjective (very striking)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's a larger-than-life character who is usually the centre of attention.

μεγάλη ηλικία

noun (mature years of adulthood)

δίνω τη ζωή μου για κπ/κτ

verbal expression (die for a cause)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Some mothers would lay down their lives for their children.

η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή

noun (afterlife)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφάλεια ζωής

noun (UK (pays when holder dies)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
People with young children are more likely to buy life assurance.

στάση ζωής

noun (decision impacting on lifestyle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My boyfriend and I have lived together for 20 years, but are not married; it's a life choice.

μάθημα σχεδίου εκ του φυσικού με γυμνό μοντέλο

noun (nude drawing lesson)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κύκλος της ζωής

noun (development process: [sth] living)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The students learned about the life cycle of a butterfly.

ζωγραφική με γυμνό μοντέλο

noun (art: drawing from a nude model)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσδόκιμο ζωής

noun (age one is expected to live to)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The average life expectancy for a man in the US is about 75 years.
Ο μέσος όρος του προσδόκιμου ζωής για έναν άντρα στις ΗΠΑ είναι περίπου 75 χρόνια.

κόλπο

noun (helpful tip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This site is full of handy life hacks, such as how to fold a shirt in under three seconds.

ισόβια κάθειρξη

noun (long-term prison sentence) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
After being convicted of murder, he was sentenced to life imprisonment.

αφάλεια ζωής

noun (insurance in case of death)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I bought life insurance to help my family if something happens to me.

σωσίβιο

noun (inflatable safety vest)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some of the crewmen weren't wearing life jackets. When the ship hit the rocks we were all ordered to put on our life jackets.
Ορισμένα μέλη του πληρώματος δε φορούσαν σωσίβιο. Όταν το πλοίο προσέκρουσε στο βράχο, μας διέταξαν όλους να φορέσουμε σωσίβια.

δεξιότητες καθημερινής ζωής

plural noun (everyday coping strategies)

πολυτελής ζωή

noun (comfortable and wealthy lifestyle)

My pension does not allow a life of luxury, but it's enough to get by on.

ψυχή του γλεντιού

noun (informal, figurative (most lively, outgoing person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love hanging out with Mark – he's the life of the party.

σύντροφος

noun (long-term boyfriend or girlfriend)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ισόβιος ευγενής

noun (UK (nonhereditary peer)

σωσίβιο

noun (US (life vest, life belt)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρόπαλο

noun (UK, slang (short club, blackjack)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σωσίβια λέμβος

noun (emergency boat, esp. inflatable)

κπ/κτ που με σώζει

noun (figurative, informal ([sb], [sth] helpful in emergency) (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Thank you so much for the loan! You're a life saver!
Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ για το δάνειο! Είσαι ο σωτήρας μου!

είδος καραμέλας με γεύση φρούτων και μέντας

noun (US, ® (mint, candy) (ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
My mother would give me a Life Saver when I was hungry before dinner.

αποταμιεύσεις μιας ζωής

plural noun (all money set aside over years)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many people lost their life savings when the bank failed.

βιολογικές επιστήμες

(branch of science)

ανθρώπινες επιστήμες

plural noun (biology, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He wants to study the life sciences and become a cancer researcher.

άγαλμα

noun (artwork: statue of a figure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγαλματοποιία

noun (art of sculpting statues)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισόβια

noun (long prison term)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My brother's serving a life sentence for kidnapping.

διακανονισμός ασφάλειας ζωής

noun (insurance:)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κανονικό μέγεθος

noun (actual, original dimensions)

σε κανονικό μέγεθος

adjective (of actual, original dimensions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεξιότητες καθημερινής ζωής

plural noun (everyday coping strategies)

ιστορικό

noun ([sb]'s past experiences and history)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Την τύχη μου.

expression (I hate my circumstances)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't get accepted into college--life sucks.

μηχανική υποστήριξη

noun (equipment to sustain a patient's life)

There are ethical questions associated with keeping a person on life support. Because he was brain dead, Jim's family decided to turn off his life support.
Υπάρχουν ηθικά διλήμματα όσον αφορά τη διατήρηση στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Επειδή ήταν εγκεφαλικά νεκρός, η οικογένεια του Τζιμ αποφάσισε να διακόψει τη μηχανική υποστήριξη.

σωσίβιο

noun (wearable flotation device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Boats are required to have enough life vests for all the passengers. Under boating regulations, you must wear a life jacket when out fishing.
Τα σκάφη πρέπει να έχουν αρκετά σωσίβια για όλους τους επιβαίνοντες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς περί χρήσης σκαφών, είναι υποχρεωτικό να φοράς σωσίβιο όταν ψαρεύεις στα ανοιχτά.

καθοριστικός

adjective (having major impact on [sb])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Volunteering in Central America was a life-changing experience for me.

που βελτιώνει τη ζωή

adjective (improving quality of life)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζωοδότης, ζωογόνος

adjective (literal (fertile, supporting life)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναζωογονητικός

adjective (figurative (inspiring, invigorating)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lives στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lives

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.