Τι σημαίνει το kitchen στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης kitchen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του kitchen στο Αγγλικά.

Η λέξη kitchen στο Αγγλικά σημαίνει κουζίνα, κουζίνα, εξοπλισμός κουζίνας, κουζίνα, κουζίνα, κουζίνα με τραπέζι φαγητού, ντουλάπι της κουζίνας, πάγκος της κουζίνας, τεχνίτης που εγκαθιστά τα έπιπλα κουζίνας, λαχανόκηπος, νησίδα, ντουλάπι, βοηθός κουζίνας, εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας, απορροφητήρας, ψαλίδι κουζίνας, ψαλίδι μαγειρικής, νεροχύτης, Ρεαλισμός του Νεροχύτη, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, τραπέζι κουζίνας, χαρτί κουζίνας, πετσέτα κουζίνας, αγγαρεία στην κουζίνα, συσίτειο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης kitchen

κουζίνα

noun (room) (δωμάτιο για μαγειρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The house had a large kitchen to cook in.
Το σπίτι είχε μια τεράστια κουζίνα για να μαγειρεύει κανείς.

κουζίνα

noun (fittings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her company sells and installs kitchens.
Η εταιρεία της πουλά και εγκαθιστά κουζίνες.

εξοπλισμός κουζίνας

noun (dated (kitchen equipment) (εξοπλισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She has an excellent kitchen, even a set of French kitchen knives.
Έχει εξαιρετικό εξοπλισμό κουζίνας, ακόμα και ένα σετ γαλλικών κουζινικών μαχαιριών.

κουζίνα

noun (staff of a restaurant) (προσωπικό εστιατορίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That restaurant's kitchen is known for its fine culinary technique.
Η κουζίνα αυτού του εστιατορίου φημίζεται για την εκλεκτή μαγειρική τεχνική της.

κουζίνα

noun (cuisine) (μαγειρικός πολιτισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
These spices are reminiscent of the Indian kitchen.
Αυτά τα μπαχαρικά θυμίζουν Ινδική κουζίνα.

κουζίνα με τραπέζι φαγητού

noun (kitchen used as dining room)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We hardly ever used the dining room since we always had our meals in the eat-in kitchen.

ντουλάπι της κουζίνας

noun (cupboard for kitchenware)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should find some bowls in the kitchen cabinet.

πάγκος της κουζίνας

noun (work surface used for cooking)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After she finished preparing supper, she wiped off the kitchen counter.

τεχνίτης που εγκαθιστά τα έπιπλα κουζίνας

noun ([sb] who installs kitchen furniture)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We've got all the materials for the new kitchen; we're just waiting for the kitchen fitter to come and install everything.

λαχανόκηπος

noun (plot for vegetables, herbs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νησίδα

noun (food preparation table or trolley) (μτφ: στην κουζίνα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντουλάπι

noun (larder: food storage cupboard or room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βοηθός κουζίνας

noun (menial worker in a restaurant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας

noun (cooker with oven and hob)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My stainless steel kitchen range is the centrepiece of my kitchen.

απορροφητήρας

noun (cooker: vent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grease from frying builds up and hardens on kitchen range hoods.

ψαλίδι κουζίνας, ψαλίδι μαγειρικής

plural noun (stainless steel cutting tool)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I use the kitchen scissors to cut everything from chives to chickens.

νεροχύτης

noun (basin in kitchen)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dishes piled up in the kitchen sink.

Ρεαλισμός του Νεροχύτη

noun (UK, figurative (depiction of working-class life) (μτφ: κίνημα στην τέχνη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου

noun (also npl (chef, cooks, etc. employed in a kitchen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kitchen staff must be scrupulous about hygiene because they handle food. Kitchen staff must be scruplulous about hygiene because they handle food.
Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.

τραπέζι κουζίνας

noun (dining table in a kitchen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Everyone in the family enjoys the nightly conversation at the kitchen table.

χαρτί κουζίνας

noun (UK (roll of absorbent paper)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πετσέτα κουζίνας

noun (US (absorbent cloth for drying plates, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγγαρεία στην κουζίνα

noun (US, informal, initialism (military: kitchen duty) (στρατός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συσίτειο

noun (place serving food to the needy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I volunteer at a soup kitchen on holidays.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του kitchen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του kitchen

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.