Τι σημαίνει το investment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης investment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του investment στο Αγγλικά.

Η λέξη investment στο Αγγλικά σημαίνει επενδύσεις, επένδυση, επένδυση, επένδυση, περίβλημα, επένδυση, ανάληψη καθηκόντων, επένδυση κεφαλαίου, σύμβουλος επενδύσεων, τράπεζα επενδύσεων, τραπεζικός επενδυτής, τραπεζική επενδύτρια, επενδυτική τραπεζική, σύμβουλος επενδύσεων, διαχειριστής επενδύσεων, διαχειρίστρια επενδύσεων, εταιρεία επενδύσεων, κέρδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης investment

επενδύσεις

noun (devoting money)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Peter was into investment, and didn't like leaving his money to sit in the bank.
Στον Πήτερ άρεσαν οι επενδύσεις και δεν ήθελε να αφήνει τα χρήματά του να κάθονται στην τράπεζα.

επένδυση

noun (devoting time, energy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Getting the job required the investment of time that Alan didn't have.
Προϋπόθεση για να πάρει τη δουλειά ήταν η επένδυση χρόνου τον οποίο ο Άλαν δεν είχε.

επένδυση

noun (money devoted)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gary made a large investment in the paper industry.
Ο Γκάρυ έκανε μια μεγάλη επένδυση στον τομέα χάρτου.

επένδυση

noun (time, energy devoted) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan made a big investment in his future by taking this job.
Ο Νταν έκανε μια μεγάλη επένδυση για το μέλλον του όταν δέχτηκε αυτήν τη θέση.

περίβλημα

noun (biological covering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Larry broke the nut out of its investment.

επένδυση

noun (asset)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred's greatest investment was his house.

ανάληψη καθηκόντων

noun (getting authority)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The politician attended the ceremony for his investment last night.

επένδυση κεφαλαίου

(finance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύμβουλος επενδύσεων

noun (financial manager)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I pay an investment advisor 1.5% of my assets annually to give me investment recommendations.

τράπεζα επενδύσεων

noun (finance: shares)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τραπεζικός επενδυτής, τραπεζική επενδύτρια

noun (banker: raises capital)

Investment bankers help their clients to invest their money wisely.

επενδυτική τραπεζική

noun (type of financial service)

σύμβουλος επενδύσεων

noun (financial advisor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

διαχειριστής επενδύσεων, διαχειρίστρια επενδύσεων

noun (financial advisor)

The Investment Manager is responsible for carrying out all day-to-day investment decisions.

εταιρεία επενδύσεων

noun (investment program) (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κέρδος

noun (profit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This is the best way to maximize your return on investment.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του investment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του investment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.