Τι σημαίνει το hommes στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης hommes στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του hommes στο Γαλλικά.
Η λέξη hommes στο Γαλλικά σημαίνει άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άνθρωπος, άνθρωπος, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, άντρας, άνδρας, φίλος, άντρας, άνδρας, άντρας, άντρας, άντρας, ενήλικας, άντρας, άνδρας, τύπος, κύριος, βατραχάνθρωπος, κληρικός, γέρος, υπάλληλος γενικών καθηκόντων, νέος, νεαρός, μη πολίτης, πενηντάρης, πενηντάρα, ανθρώπινο είδος, πιθηκάνθρωπος, αυτός που μένει σε σπηλιά, εργατοημέρα, ορχήστρα ενός ατόμου, γέρος, μπράβος, Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα, έγγαμος, συζυγικός, συκοφάντης, δυσφημιστής, εξουσία, δύναμη, μουσάτος, απεσταλμένος, άνθρωπος των σπηλαίων, τεχνητός, ζούγκλα, που αρμόζει σε πολιτικό, απ'όσο θυμάμαι, σαν άντρας, σαν ένα, μαζί, ομόφωνα, από ανθρώπινο χέρι, άνθρωπος στη θάλασσα, καθαριστής, καθαρίστρια, δραστήριος, πολιτική προσωπικότητα, πολιτικός, επιχειρηματίας, νοικοκυρά, ενηλικίωση, ανθρωποκυνηγητό, άνθρωπος των σπηλαίων, εξερευνητής, τεχνίτης, μάστορας, σκίνχεντ, skinhead, κληρικός, ιερέας, ιερωμένος, μοιχός, αριστερός, Νεάντερταλ, δεξιός, ελεύθερος πολίτης, πολιτικός, κουρείο, επιχειρηματίας, μέλος πληρώματος, καλός, τίμιος άνθρωπος, συγγραφέας, μέλος φυλής, άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό., επίδοξος εραστής, επίδοξος μνηστήρας, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, κοινός θνητός, κοινή θνητή, νεκρός, πεθαμένος, λιγομίλητος, λακωνικός, κπ που κρατάει το λόγο του, Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήντα, ελεύθερος άνθρωπος, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, καλός άνθρωπος, μεγάλος άνδρας, πνευματικός, ιερωμένος, καθαριστής, οικονόμος, αριστερός, σοσιαλιστής, επικεφαλής, ο μέσος άνθρωπος, άνθρωπος των πράξεων, θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωπος, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, ιερωμένος, κληρικός, άνθρωπος των γραμμάτων, παντρεμένος, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ο σύγχρονος άνθρωπος, ηλικιωμένος άντρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης hommes
άντρας, άνδραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Chris ? C'est un homme ou une femme ? Ονομάζεται Κρις; Άντρας είναι ή γυναίκα; |
άντρας, άνδραςnom masculin (individu) (αρσενικός ενήλικας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'est cet homme là-bas qui a volé mon sac. Αυτός εκεί ο άντρας (or: τύπος) είναι που μου έκλεψε το πορτοφόλι. |
άνθρωποςnom masculin (humanité) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'Homme est-il destiné à répéter les erreurs du passé ? Είναι ο άνθρωπος καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος; |
άνθρωποςnom masculin (être humain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Certaines personnes refusent d'accepter que l'Homme est le cousin du singe. Ορισμένοι ακόμα αρνούνται ότι ο πίθηκος και ο άνθρωπος συγγενεύουν. |
άντρας, άνδρας(familier) (κυριολεκτικά: σύζυγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son homme a réparé l'ampoule pour elle. Ο άντρας της της έφτιαξε τη λάμπα. |
άντρας, άνδραςnom masculin (personne virile) (ανεπίσημο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Regarde ses muscles ! Ça c'est un homme ! Κοίτα τους μύες του! Είναι πολύ άντρας (or: αρσενικό)! |
άντρας, άνδραςnom masculin (subordonné) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai trois hommes qui travaillent sur le projet. Έχω τρεις άντρες που δουλεύουν στο έργο. |
άντρας, άνδρας(familier, populaire) (κυριολεκτικά: σύζυγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) T'as un homme ou t'es encore seule ? Βρήκες άντρα ή είσαι ακόμα μόνη σου; |
φίλος(familier : petit copain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Grace, tu as un mec (or: chéri) ? |
άντρας, άνδρας(personne) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La police a été appelée pour deux hommes qui se battaient. Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών. |
άντρας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άντρας(populaire : mari, copain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon homme est encore au travail. Ο άντρας μου είναι ακόμα στην δουλειά. |
άντραςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tous les hommes doivent passer par le service militaire. |
ενήλικας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άντρας, άνδρας(animal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'est un mâle ou une femelle ? Είναι αγόρι ή κορίτσι; |
τύπος(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il y a un mec au coin de la rue qui vend des glaces. Υπάρχει ένα τύπος στη γωνία που πουλά παγωτό. |
κύριος(anglicisme) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Richard s'est conduit en parfait gentleman à son rendez-vous. |
βατραχάνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κληρικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γέρος(familier) (καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπάλληλος γενικών καθηκόντων(littéraire) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νέος, νεαρός(vieilli ou humoristique) |
μη πολίτηςnom masculin (χωρίς δικαιώματα) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πενηντάρης, πενηντάρα
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ανθρώπινο είδοςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'Homme doit protéger l'environnement s'il veut sauvegarder la planète. |
πιθηκάνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτός που μένει σε σπηλιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργατοημέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ορχήστρα ενός ατόμουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γέρος(familier) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπράβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les sbires (or: hommes de main) de Baxter ont été envoyés pour tuer Murray. |
Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα(États-Unis) |
έγγαμος, συζυγικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comment se passe ta vie conjugale ? Πώς είναι ο έγγαμος βίος; |
συκοφάντης, δυσφημιστής(familier : personne) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξουσία, δύναμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La véritable force de ce gouvernement, c'est lui, pas le premier ministre. Αυτός είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο κεφάλι στην κυβέρνηση, όχι ο πρωθυπουργός. |
μουσάτος
|
απεσταλμένος(συνήθως κρυφός) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dave a dit à l'agent immobilier qu'il achetait cette propriété pour lui, mais en fait, il ne servait que de prête-nom à un homme d'affaires souhaitant rester anonyme. |
άνθρωπος των σπηλαίων(préhistoire) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τεχνητός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζούγκλα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'homme est un loup pour l'homme : il faut être dur pour réussir. Ο κόσμος είναι σκληρός, πρέπει να είσαι δυνατός για να επιτύχεις. |
που αρμόζει σε πολιτικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απ'όσο θυμάμαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De mémoire d'homme, c'était la pire tempête de neige que le pays ait connu. Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα. |
σαν άντραςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Elle marche comme un homme. |
σαν ένα, μαζί, ομόφωναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
από ανθρώπινο χέριlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άνθρωπος στη θάλασσαinterjection (έκκληση βοήθειας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un homme à la mer ! Lancez-lui un gilet de sauvetage avant que les requins ne l'atteignent ! |
καθαριστής, καθαρίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Un homme de ménage se rend au manoir deux fois par semaine pour nettoyer. Μια καθαρίστρια έρχεται δυο φορές την εβδομάδα να καθαρίσει την έπαυλη. |
δραστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime que mon chef soit un homme d'action, plutôt qu'un beau parleur. |
πολιτική προσωπικότηταnom masculin Trois grands hommes d'État ont été envoyés pour négocier une trêve. Τρεις σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση της εκεχειρίας. |
πολιτικός(κάποιος που εργάζεται στον χώρο της πολιτικής) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Les hommes politiques (or: politiciens) prétendent avoir des solutions à tous les problèmes. Οι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι έχουν τη λύση για όλα. |
επιχειρηματίας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les hommes d'affaires du coin ont été invités à inspecter les nouveaux bureaux. Επιχειρηματίες της περιοχής προσκλήθηκαν να επιθεωρήσουν τα νέα γραφεία. |
νοικοκυρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ellen est femme au foyer et fait parfois du bénévolat au refuge pour animaux. |
ενηλικίωση(διαδικασία: αντρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανθρωποκυνηγητόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άνθρωπος των σπηλαίων
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Contrairement à de nombreuses représentations dans la culture populaire, les hommes des cavernes (or: hommes préhistoriques) n'ont pas existé en même temps que les dinosaures. |
εξερευνητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνίτης, μάστορας(professionnel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mme Winters a engagé un homme à tout faire pour nettoyer ses gouttières. |
σκίνχεντ, skinhead
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κληρικός, ιερέας, ιερωμένος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un homme d'Église a ouvert la porte de l'église et trouvé un bébé dans un panier sur les marches. |
μοιχός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αριστερός(καθομιλουμένη-για πολιτικές πεποιθήσεις) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Νεάντερταλnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δεξιός(πολιτικές πεποιθήσεις) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελεύθερος πολίτηςnom masculin |
πολιτικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κουρείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιχειρηματίας
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μέλος πληρώματος(bateau surtout) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καλός, τίμιος άνθρωποςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συγγραφέας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μέλος φυλής(άντρας) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άντρας που ασχολείται με το σπίτι, άντρας που έχει αναλάβει το νοικοκυριό.nom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επίδοξος εραστής, επίδοξος μνηστήρας(που φλερτάρει γυναίκα) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα
|
κοινός θνητός, κοινή θνητήnom masculin (μεταφορικά) Les parties politiques essaient tous de plaire à l'homme de la rue. |
νεκρός, πεθαμένοςnom masculin (άτομο που πιθανότατα θα πεθάνει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tu me touches encore, tu es un homme mort ! |
λιγομίλητος, λακωνικόςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est peut-être un homme peu loquace mais quand il parle, il ne dit que des choses intéressantes. |
κπ που κρατάει το λόγο τουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai travaillé avec lui et je sais que c'est un homme de parole. |
Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, αποτρόπαιος χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐωνnom masculin (κρυπτοζωολογία) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Το Θιβετιανό γέτι και ο Μεγαλοπόδαρος είναι δύο από τα πολλά μυθικά θηρία τα οποία ορισμένοι ισχυρίζονται ότι έχουν δει. |
Βρετανός συγγραφέας της δεκαετίας του πενήνταnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ελεύθερος άνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αναζήτηση πλούσιου γαμπρούlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλός άνθρωποςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεγάλος άνδραςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πνευματικός, ιερωμένοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καθαριστής, οικονόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai engagé une femme de ménage pour m'aider à la maison. |
αριστερός, σοσιαλιστής(Politique) (πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les gens de gauche s'opposent à la privatisation. |
επικεφαλής(figuré) (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) Le capitaine du navire travaille 12 heures par jour pour faire tourner la boutique. |
ο μέσος άνθρωπος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peux-tu expliquer ta théorie de façon compréhensible à l'homme de la rue ? |
άνθρωπος των πράξεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'était un homme d'action plus que de paroles. |
θαρραλέος άνθρωπος, γενναίος άνθρωποςnom masculin |
ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐαnom masculin (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Rares sont les hommes de génie qui ont su marquer l'histoire d'une manière pacifique. |
ιερωμένος, κληρικόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jamais il ne fera ça, c'est un homme de Dieu ! |
άνθρωπος των γραμμάτωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Alphonse était non seulement un scientifique mais encore un homme de lettres. |
παντρεμένοςnom masculin (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ne flirte pas avec lui ! C'est un homme marié. |
ώριμος άνδρας, ώριμος άντραςnom masculin (μεταφορικά) |
ο σύγχρονος άνθρωποςnom masculin (Anthrop) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'homme de Neandertal a disparu au profit de l'homme moderne. |
ηλικιωμένος άντρας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'homme âgé a mis du temps à traverser la route. Ο ηλικιωμένος άντρας περνούσε αργά τον δρόμο. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του hommes στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του hommes
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.