Τι σημαίνει το ganado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ganado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ganado στο ισπανικά.
Η λέξη ganado στο ισπανικά σημαίνει βοοειδή, πρόβατα, ιδιοκτησία εκτρεφόμενων ζώων, ζώα, ζώα, νικώ, κερδίζω, νικώ, υπερνικώ, νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, νικάω, νικώ, κερδίζω, κερδίζω, αποκτώ, κερδίζω, έχω τζίρο, -, γίνομαι αποδεκτός, σημειώνω κέρδος, έχω κέρδος, επικρατώ, αυξάνω, παίρνω, κερδίζω, κατακτώ, βγάζω, παίρνω με το μέρος μου, νικώ, κερδίζω, αποκτάω, αποκτώ, αποκτώ, κυριαρχώ, αξίζω, κερδίζω, θριαμβεύω, νικώ, παίρνω, παίρνω, βγάζω, σκίζω, παίρνω, εκτροφή βοοειδών, κτηνοτροφία, εκτροφή βοοειδών, μέδεν, μακρυκέρατος ταύρος, δαμαλίτιδα, δαμαλίαση, επιζωοτία, κτηνοτρόφος, μετακίνηση κοπαδιού, χώρος αγοραπωλησίας βοοειδών, ζωοκλέφτης, αγελάδες παραγωγής γάλακτος, κρεατοπαραγωγικά βοοειδή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ganado
βοοειδή
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La granja de al lado tiene ganado pero ninguna cosecha. Η γειτονική φάρμα έχει βοοειδή, αλλά δεν έχουν καθόλου σπαρτά. |
πρόβατα(figurado, despectivo) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) En este estado son todos borregos, siguen ciegamente cualquier cosa que diga el gobernador. |
ιδιοκτησία εκτρεφόμενων ζώωνnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aparte de los viñedos, tiene ganado. |
ζώαnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Todo nuestro ganado son animales de raza. |
ζώαnombre masculino (κτηνοτροφία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El granjero tuvo que deshacerse de su ganado por la crisis económica. |
νικώ, κερδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esperemos que gane nuestro equipo. |
νικώ, υπερνικώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En las películas de acción los buenos al final siempre ganan. |
νικάω, νικώ, κερδίζωverbo transitivo (a alguien o algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestro equipo ganó el partido 3-2 Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε) τον αγώνα 3-2. |
κερδίζωverbo transitivo (εισόδημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Cuánto ganarás semanalmente en tu nuevo trabajo? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα χρήματα που βγάζει δεν τον φτάνουν ούτε για το ενοίκιο. |
νικάω, νικώ, κερδίζω(competición) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nuestro equipo ganó. Η ομάδα μας νίκησε (or: κέρδισε). |
κερδίζω, αποκτώ(επιπλέον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El mes pasado, él ganó cinco clientes nuevos. Κέρδισε (or: απέκτησε) πέντε ακόμα πελάτες τον τελευταίο μήνα. |
κερδίζωverbo transitivo (un premio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ganamos una cámara en la rifa. Κερδίσαμε μια φωτογραφική μηχανή στη λοταρία. |
έχω τζίρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía gana 3 millones de dólares por año. Η εταιρεία έχει τζίρο 3 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El equipo gana uno a cero sobre su oponente. Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν. |
γίνομαι αποδεκτόςverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La moción va a ganar en el Congreso. |
σημειώνω κέρδος, έχω κέρδοςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bolsa de valores ganó un 3% la semana pasada. |
επικρατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue un partido difícil, pero al final el equipo local ganó. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El político ganaba popularidad cada semana. |
παίρνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él ganó miles de dólares en el casino. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ganó un puesto en el equipo olímpico. |
κατακτώ(alcanzar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El escalador ganó la cima de la montaña el lunes por la mañana. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeff gana 80 000 $ al año. |
παίρνω με το μέρος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νικώ, κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vencieron a sus oponentes por 3 a 2. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εθνική μας ομάδα συνέτριψε τους αντίπαλούς της στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. |
αποκτάω, αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese disco es raro y difícil de adquirir. Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς. |
αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conseguía elogios de todos sus colegas por trabajar tan duro. |
κυριαρχώ(νικώ: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los primeros colonos intentaron conquistar a los pueblos indígenas. Οι πρώτοι άποικοι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στους ιθαγενείς λαούς. |
αξίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel se mereció una promoción. Η Ρέιτσελ άξιζε μια προαγωγή. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La película hizo $20 millones la primera semana. |
θριαμβεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tuvieron un comienzo lento esta temporada pero al final triunfaron. |
νικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue un partido difícil, pero vencimos al final. |
παίρνω(calificación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saqué un 10 en español. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Percibe un buen salario por su duro trabajo. |
βγάζω(καθαρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El negocio de Ben lucró como veinte mil dólares al final del primer año. |
σκίζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνωverbo transitivo (μισθό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gana un gran sueldo. |
εκτροφή βοοειδών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κτηνοτροφία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ganadería es una actividad económica importante en Wisconsin, el Estado lechero. Η κτηνοτροφία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στο Γουισκόνσιν, την Πολιτεία των γαλακτοκομικών. |
εκτροφή βοοειδών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέδεν(άλογο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El caballo era un principiante y no apostaron mucho por él es su primera carrera. |
μακρυκέρατος ταύρος
|
δαμαλίτιδα, δαμαλίαση(κτηνιατρική, ασθένεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιζωοτία(αρχαΪκός τύπος: ασθένεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κτηνοτρόφος(de ganado) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
μετακίνηση κοπαδιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρος αγοραπωλησίας βοοειδώνnombre masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζωοκλέφτης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los vecinos descubrieron al ladrón de ganados. |
αγελάδες παραγωγής γάλακτοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El ganado lechero se acostumbra rápido a la rutina diaria. |
κρεατοπαραγωγικά βοοειδή
|
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ganado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ganado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.