Τι σημαίνει το formal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης formal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του formal στο Αγγλικά.

Η λέξη formal στο Αγγλικά σημαίνει επίσημος, επίσημος, καλός, χορός, τουαλέτα, συνήθης, επίσημος, επίσημος, τυπικός, αληθινός, πραγματικός, ουσιαστικός, επίσημος, αυστηρά λογικός, συντάσσω επίσημο έγγραφο, επίσημη εκδήλωση, επίσημα ρούχα, επίσημο δείπνο, επίσημο ένδυμα, τυπική εκπαίδευση, επίσημη πρόσκληση, επίσημη γλώσσα, επίσημη προειδοποίηση, επίσημο ένδυμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης formal

επίσημος

adjective (ceremonious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wore his formal robes for the ritual.
Φόρεσε την επίσημη στολή του για την τελετή.

επίσημος, καλός

adjective (suitable for ceremonies)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They took out the formal china for the meal.
Έβγαλαν το επίσημο (or: καλό) σερβίτσιο για το γεύμα.

χορός

noun (US (dance)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Do you have a date to the formal?
Έχεις συνοδό για τον χορό;

τουαλέτα

noun (US (woman's long evening gown) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wore a black strapless formal to the gala.

συνήθης

adjective (customary, proper)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The formal way to eat in this country is with a fork, and not with fingers.

επίσημος

adjective (by regulation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a formal warning sign that you have to obey.

επίσημος

adjective (writing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You should use formal English when writing to the lawyers.

τυπικός

adjective (as formality)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She signed the document after no more than a formal glance at it.

αληθινός, πραγματικός, ουσιαστικός

adjective (valid)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If there are no formal objections then I'll carry on.

επίσημος

adjective (academic) (από επίσημο φορέα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many famous authors lacked any formal education.

αυστηρά λογικός

adjective (strictly logical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You should take a formal approach to the problem, not an emotional one.

συντάσσω επίσημο έγγραφο

verbal expression (write official paper)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lawyers are drawing up a formal document detailing my divorce settlement.
Οι δικηγόροι συντάσσουν ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο περιγράφει τον διακανονισμό του διαζυγίου μου.

επίσημη εκδήλωση

noun (sophisticated social event)

επίσημα ρούχα

plural noun (clothing for elegant or solemn event)

You have to wear formal clothes for a job interview.

επίσημο δείπνο

noun (banquet, sophisticated meal)

επίσημο ένδυμα

noun (clothing for elegant or solemn occasions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We all had to wear formal dress when meeting the Queen.

τυπική εκπαίδευση

noun (structured schooling or study) (εντός σχολικού συστήματος)

επίσημη πρόσκληση

noun (official invite)

επίσημη γλώσσα

noun (formal words, phrases)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Diplomacy is always conducted in very formal language.

επίσημη προειδοποίηση

noun (official warning of [sth])

επίσημο ένδυμα

noun (clothing: smart)

The event calls for formal wear, so I have to buy a new dress.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του formal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του formal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.