Τι σημαίνει το force στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης force στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του force στο Γαλλικά.

Η λέξη force στο Γαλλικά σημαίνει δύναμη, δύναμη, αναγκαστικός, δύναμη, βεβιασμένος, δύναμη, ισχύς, -, δυνατό σημείο, δύναμη, δύναμη, βεβιασμένος, πειστικότητα, δύναμη, τακτική εκφοβισμού, πρακτική εκφοβισμού, βεβιασμένος, στημένος, αναγκαστικός, μαχητικός, νεύρο, ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα, προσπάθεια, πνεύμα, απρόθυμος, βεβιασμένος, δύναμη, εξουσία, δύναμη, δύναμη, έκπτωση πορείας, βία, καταναγκαστικός, εξαναγκαστικός, εξαναγκασμένος, δύναμη, ισχύς, δύναμη, ακεραιότητα, σταθερότητα, ισχύς, σφοδρότητα, ένταση, δεδομένο, ψεύτικος, μεγαλύτερο πλήγμα, δραστικότητα, παραβιάζω, επιβάλλω, εξαναγκάζω, ανοίγω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, σπρώχνω, αναγκάζω, παραβιάζω, σπρώχνω, στριμώχνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, τελική αναμέτρηση, εξαναγκασμός, δύναμη ψυχής, παραστρατιωτικός, ταΐζω με το ζόρι, τέλος, ΗΕΔ, αναγκαίο κακό, κουραστικά, αντοχές, αναγκαστικός, εξαναγκαστικός, ισοδύναμος, ισάξιος, βίαια, αναγκαία, με τη βία, με το ζόρι, αναγκαστικά, κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά, είναι δεδομένο, η υπομονή είναι αρετή, δύναμη, οδοστρωτήρας, σθένος, ζουρλομανδύας, κινητήρια δύναμη, ωμή βία, σωματική δύναμη, ανωτέρα βία, δύναμη της βαρύτητας, αναγκαστική προσγείωση, καταναγκαστικός γάμος, ώριμη ηλικία, ηθικό σθένος, ηθικό σθένος, φυσική δύναμη, εύρωστος άντρας, δύναμη της θέλησης, τακτική στρατιωτική δύναμη, άθλος, ομάδα πωλητών, ελκτική ικανότητα, προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης force

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cet appareil a une grande force et peut soulever des choses lourdes.
Ο ανελκυστήρας έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σηκώσει ένα βαρύ φορτηγό.

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a gagné beaucoup de force en allant à la gym tous les jours.
Έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη πηγαίνοντας στο γυμναστήριο κάθε μέρα.

αναγκαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le pilote a fait un atterrissage forcé dans un autre aéroport car l'avion n'avait presque plus de carburant.
Ο πιλότος έκανε αναγκαστική προσγείωση σε ένα άλλο αεροδρόμιο γιατί το αεροπλάνο είχε σχεδόν ξεμείνει από καύσιμα.

δύναμη

nom féminin (Physique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La force du vent a fait tomber la balle sur le côté.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

βεβιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Les lignes de l'acteur semblaient trop forcées et le producteur dut les changer.
Τα λόγια του ηθοποιού ακούγονταν βεβιασμένα και έτσι ο παραγωγός έπρεπε να τα αλλάξει.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beaucoup de gens pensent que la religion est une force positive dans le monde.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο.

ισχύς

nom féminin (μόνος ενικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La force de l'économie a réduit le chômage.
Η ισχύς της οικονομίας μείωσε την ανεργία.

-

nom féminin (Militaire)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nos forces comprennent l'armée de terre et l'armée de l'air.
Ο στρατός της χώρας μας περιλαμβάνει τον στρατό ξηράς και την αεροπορία.

δυνατό σημείο

Sa plus grande force était son honnêteté.
Το δυνατό του σημείο είναι η ειλικρίνειά του.

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Une sorte de force m'a poussé à l'appeler.

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mes enfants m'ont donné beaucoup de force dans cette période difficile.

βεβιασμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le détenu a fait des aveux forcés qui n'ont pas convaincu lors du procès.
Ο φυλακισμένος έκανε μια εξαναγκασμένη εξομολόγηση που δεν έστεκε στο δικαστήριο.

πειστικότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son argument avait beaucoup de conviction.

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il utilisa la masse avec une force immense, fendant la bûche d'un seul coup.
Χειρίστηκε τη βαριοπούλα με μεγάλη δύναμη, και έσχισε το κούτσουρο με ένα χτύπημα.

τακτική εκφοβισμού, πρακτική εκφοβισμού

nom féminin

Il a fait usage de la force pour saper la confiance de son adversaire.

βεβιασμένος, στημένος

adjectif (artificiel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναγκαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les candidats se sont salués de manière forcée.

μαχητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεύρο

(μεταφορικά: πηγή δύναμης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le maire est une personne d'une grande force morale.

ρώμη, δύναμη, σθεναρότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προσπάθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πνεύμα

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απρόθυμος

adjectif (accord,...) (χωρίς θέληση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melanie a contraint sa fille à présenter des excuses forcées en lui disant qu'elle la priverait de sortir pendant un mois si elle ne le faisait pas.

βεβιασμένος

adjectif (sourire)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lorsque Hanna a vu son ex avec une autre fille, elle était dévastée, mais elle est tout de même parvenue à faire un sourire forcé et à dire bonjour.

δύναμη

nom féminin (capacité physique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il n'a pas la force de lever le bras au-dessus de sa tête.

εξουσία, δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La véritable force de ce gouvernement, c'est lui, pas le premier ministre.
Αυτός είναι στην πραγματικότητα το μεγάλο κεφάλι στην κυβέρνηση, όχι ο πρωθυπουργός.

δύναμη

nom féminin (Militaire) (στρατιωτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'armée a déployé une force écrasante pour venir à bout de l'ennemi.

έκπτωση πορείας

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Au lieu d'aller tout droit, le navigateur réalisa que le courant avait plus de force à tribord.

βία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταναγκαστικός, εξαναγκαστικός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ces magnifiques immeubles sont le fruit d'un travail forcé.

εξαναγκασμένος

adjectif (που επιβάλλεται από κπ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le couvre-feu imposé lors de la Seconde Guerre mondiale a compliqué la tâche aux bombardiers ennemis.

δύναμη, ισχύς

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dotée d'une grande force, l'armée, plus importante, fut capable de vaincre les petites milices.

δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu ne nages pas assez vite pour battre le record : mets-y plus d'énergie !

ακεραιότητα, σταθερότητα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Malgré son jeune âge, Ray faisait preuve d'une grande assurance intellectuelle.

ισχύς

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nouvelle constitution a réduit le pouvoir du président.
Το νέο σύνταγμα μείωσε την ισχύ του προέδρου.

σφοδρότητα, ένταση

(douleur, chaleur)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεδομένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο.

ψεύτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je crois que ses cils sont faux.
Νομίζω πως οι βλεφαρίδες της είναι ψεύτικες.

μεγαλύτερο πλήγμα

δραστικότητα

nom féminin (φαρμάκου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La puissance de ce médicament est trop élevée pour un enfant.
Η δραστικότητα είναι υπερβολικά μεγάλη για παιδική δόση.

παραβιάζω

verbe transitif (une porte, un coffre,...) (ασκώ φυσική δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police a forcé la porte.
Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα.

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαναγκάζω

(κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

verbe transitif (une serrure)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les voleurs ont forcé la serrure en utilisant un pied-de-biche.

αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τον ανάγκασαν (or: εξανάγκασαν) να πει ψέματα ενώ εκείνος δεν ήθελε.

σπρώχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλοι έσπρωχναν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα· το πεσμένο δέντρο δεν κουνιόταν.

αναγκάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'irai pas ! Tu ne peux pas me forcer !
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

παραβιάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le cambrioleur a forcé la serrure.

σπρώχνω

verbe transitif (με δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kyle a forcé la porte.

στριμώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je n'arrive pas à croire que tu lui aies filé du fric ! Elle m'a forcé, je n'avais pas le choix.

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τελική αναμέτρηση

À une semaine de l'élection, les deux candidats se sont rencontrés pour une confrontation.

εξαναγκασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δύναμη ψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Faire face à ses ennemis au combat requiert bravoure et courage.

παραστρατιωτικός

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ταΐζω με το ζόρι

(un animal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι.

τέλος

(καθοριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La confrontation s'est finie par le licenciement d'Andrew par le chef.

ΗΕΔ

(Électronique, technique) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αναγκαίο κακό

([qch] d'inévitable) (για κάτι κακό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ένα αντικείμενο που πέφτει από ένα ύψος υποχρεωτικά θα πέσει στο έδαφος.

κουραστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντοχές

(figuré : qualité) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Vu le jeune âge de l'entreprise, son ressort en cas de mauvais résultats semble improbable.

αναγκαστικός, εξαναγκαστικός

locution adverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ισοδύναμος, ισάξιος

(adversaires) (αντίπαλος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βίαια

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La police a maîtrisé l'homme ivre par la force.

αναγκαία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τη βία, με το ζόρι

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les soldats opèrent généralement par la force.

αναγκαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Par nécessité, nous mangeons beaucoup de haricots et peu de viande.

κατ'ανάγκην, από ανάγκη, αναγκαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les survivants du crash aérien ont été contraints de recourir au cannibalisme par la force des choses.

είναι δεδομένο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tous les tickets vont être vendus dans la journée : c'est une évidence !

η υπομονή είναι αρετή

δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous allons avoir besoin de la force musculaire (or: des muscles) de Steve pour soulever tous ces lourds cartons !

οδοστρωτήρας

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σθένος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
On devrait louer le philanthrope pour sa bonne force de caractère.

ζουρλομανδύας

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινητήρια δύναμη

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωμή βία

nom féminin

σωματική δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανωτέρα βία

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Immobiliser ce forcené était un cas de force majeure.

δύναμη της βαρύτητας

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναγκαστική προσγείωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταναγκαστικός γάμος

nom masculin

ώριμη ηλικία

Sa mère est d'âge mûr à 40 ans.

ηθικό σθένος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ηθικό σθένος

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φυσική δύναμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a une force physique impressionnante !

εύρωστος άντρας

nom féminin (figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Patrick est une force de la nature : jamais malade, solide appétit, et des biceps de déménageur.

δύναμη της θέλησης

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τακτική στρατιωτική δύναμη

nom féminin (militaire)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άθλος

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Το σόλο με το σαξόφωνο του Τζον Κολτρέιν στο τραγούδι "My Favourite Things" ήταν άθλος. Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη είναι ένας άθλος που ενθουσίασε και τους κριτικούς και το κοινό.

ομάδα πωλητών

nom féminin (jargon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελκτική ικανότητα

nom féminin

προσποιητό χαμόγελο, ψεύτικο χαμόγελο

nom masculin

Ses sourires forcés ne trompent personne.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του force στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του force

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.