Τι σημαίνει το flowing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flowing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flowing στο Αγγλικά.
Η λέξη flowing στο Αγγλικά σημαίνει που τρέχει, κομψός, αέρινος, χυτός, αέρινος, χυτός, γλαφυρός, χύνομαι, κυλάω, ρέω, ροή, ρεύμα, ροή, ροή, ροή, βρίθω, ρέω, κυλάω, πηγάζω, πέφτω, χύνομαι, έρχομαι, ορμητικός, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθερα, γρήγορος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flowing
που τρέχειadjective (that flows) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The flowing tap filled the basin. Η βρύση που έτρεχε γέμισε τον νιπτήρα. |
κομψός, αέρινοςadjective (motion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tracy rose from the chair and threw herself into Simon's arms in a single flowing movement. Η Τρέισι σηκώθηκε από την καρέκλα και έπεσε στην αγκαλιά του Σάιμον με μια αέρινη κίνηση. |
χυτόςadjective (hair) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan had long flowing hair. Η Νταν είχε μακριά χυτά μαλλιά. |
αέρινος, χυτόςadjective (clothing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate wore a flowing dress. Η Κέιτ φορούσε ένα αέρινο φόρεμα. |
γλαφυρόςadjective (writing: fluid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The author's flowing style was easy to read. |
χύνομαι, κυλάω, ρέωintransitive verb (move as a liquid) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The water flowed out of the bath. Το νερό έτρεξε έξω από το μπάνιο. |
ροήnoun (liquid movement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The flow of the stream carried the water to the lake. Το ρεύμα του ποταμού έσπρωχνε το νερό στη λίμνη. |
ρεύμαnoun (current) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The river has a strong flow and is dangerous. |
ροήnoun (tide) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The flow of the tide carried away the beach chairs. |
ροήnoun (amount of liquid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The meter measures the flow of water in litres per hour. |
ροήnoun (traffic circulation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The project will improve the flow of traffic at this major junction. |
βρίθωintransitive verb (archaic (abundance) (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The land flowed with everything that was desired. |
ρέωintransitive verb (circulate) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Traffic flows slowly in this city. |
κυλάωintransitive verb (words: sound natural) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No, that sentence doesn't flow very well. |
πηγάζωintransitive verb (stem from, be caused by) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The whole problem flows from his financial difficulties. |
πέφτω, χύνομαιintransitive verb (hair) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her hair flowed down her back. Τα μαλλιά της έπεφταν χυτά στην πλάτη της. |
έρχομαιintransitive verb (tide) (παλίρροια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) High tide flowed in at around three pm today. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά. |
ορμητικόςadjective (water: rapid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The stream was fast flowing. |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjective (fluid, moving easily) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A little work with this plunger and we'll have this drain free flowing again. The Yellowstone River is free flowing: it has no dams anywhere on its course. Λίγη ακόμη δουλειά με αυτή τη βεντούζα και το σιφόνι θα ρέει ελεύθερα και πάλι. Ο ποταμός Yellowstone κινείται ελεύθερα: δεν έχει πουθενά φράγματα. |
που κινείται ελεύθερα, που ρέει ελεύθεραadjective (figurative (without constraints) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Their free-flowing discussion touched on everything from their jobs to their relationships. |
γρήγοροςadjective (moving rapidly) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flowing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flowing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.