Τι σημαίνει το flare στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης flare στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του flare στο Αγγλικά.
Η λέξη flare στο Αγγλικά σημαίνει αναλαμπή, φωτοβολίδα, καμπάνα, λαμπαδιάζω, ξεσπάω, ξεσπώ, διευρύνομαι, διευρύνομαι, οριζοντίωση, φουντώνω, φουντώνω, εμφανίζω εξανθήματα, φουντώνω, φουντώνω, πιστόλι φωτοβολίδων, τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάνα, ανοίγω τα ρουθούνια μου, φούντωμα, έξαρση, ηλιακή έκλαμψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης flare
αναλαμπήnoun (burst of light) (σύντομη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There was a bright flare in the distance. Υπήρχε μια έντονη λάμψη στο βάθος. |
φωτοβολίδαnoun (distress signal: flame) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lost hiker shot a flare into the sky. Ο πεζοπόρος που χάθηκε έριξε μια φωτοβολίδα στον ουρανό. |
καμπάναplural noun (wide-bottomed trousers) (μεταφορικά: ρούχο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kate bought a pair of flares on sale. Η Κέιτ αγόρασε ένα παντελόνι καμπάνα στις εκπτώσεις. |
λαμπαδιάζωintransitive verb (blaze brightly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The match flared when Jim struck it. Το σπίρτο λαμπάδιασε όταν το άναψε ο Τζιμ. |
ξεσπάω, ξεσπώintransitive verb (figurative (violence: erupt) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Armed conflict flared in the troubled country. Ένοπλες διαμάχες ξέσπασαν στην ταραγμένη χώρα. |
διευρύνομαιintransitive verb (nostrils: open wide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The horse was scared and its nostrils flared. Το άλογο φοβήθηκε και άνοιξαν τα ρουθούνια του. |
διευρύνομαιintransitive verb (widen at one end) (στη μία άκρη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The tube flares at one end. Ο σωλήνας ανοίγει στη μια άκρη. |
οριζοντίωσηnoun (aeronautic maneuver) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φουντώνωphrasal verb, intransitive (flame: blaze) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The fire flared up after fire fighters thought it was extinguished. Η φωτιά φούντωσε αφού οι πυροσβέστες νόμισαν ότι έσβησε. |
φουντώνωphrasal verb, intransitive (figurative (condition: erupt, worsen) (μεταφορικά: υπάρχει ήδη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The shingles disease can flare up later in life for those who had chicken pox as a child. Ο έρπης ζωστήρας μπορεί να εμφανιστεί σε μεγαλύτερη ηλικία σε εκείνους που πέρασαν ανεμοβλογιά στην παιδική τους ηλικία. |
εμφανίζω εξανθήματαphrasal verb, intransitive (skin: develop a rash) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My skin flares up if I eat onions. Το δέρμα μου γεμίζει σπυράκια, άμα φάω κρεμμύδια. |
φουντώνωphrasal verb, intransitive (figurative (violence trouble: erupt) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Violence has flared up in the disputed territory. Η βία φούντωσε στην αμφισβητούμενη περιοχή. |
φουντώνωphrasal verb, intransitive (figurative (get angry) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He has such a bad temper that he flares up easily. Είναι τόσο οξύθυμος που θυμώνει εύκολα. |
πιστόλι φωτοβολίδωνnoun (launches signal rocket) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τζιν καμπάνα, παντελόνι τζιν καμπάναplural noun (wide-bottomed denim trousers) (φαρδιά μπατζάκια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Flared jeans are back in fashion this year. |
ανοίγω τα ρουθούνια μουverbal expression (open nostrils wide) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φούντωμαnoun (attack or outburst of a disease) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have my eczema mostly under control, but I do still get flare-ups every once and awhile. |
έξαρσηnoun (outburst of emotion, violence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There have been several flare-ups of violence along the border this week. |
ηλιακή έκλαμψηnoun (astronomy) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του flare στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του flare
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.