Τι σημαίνει το fit in στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fit in στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fit in στο Αγγλικά.
Η λέξη fit in στο Αγγλικά σημαίνει ταιριάζω, χωράω, ταιριάζω με κπ/κτ, κάνω σε κπ, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, χωράω σε κτ, σε καλή φόρμα, κατάλληλος, ικανός, κατάλληλος, κατάλληλος, κατάλληλος, έτοιμος, κρίση, κρίση, εφαρμογή, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ταιριάζω, φτιάχνω, προετοιμάζω, επιπλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fit in
ταιριάζωphrasal verb, intransitive (belong) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) With that attitude, he'll never fit in here. Με αυτήν τη συμπεριφορά δεν θα ταιριάξει ποτέ εδώ. |
χωράωphrasal verb, transitive, separable (make room for) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I think we can fit one more in at this table. Νομίζω ότι μπορούμε να χωρέσουμε έναν ακόμα σε αυτό το τραπέζι. |
ταιριάζω με κπ/κτ(be easily assimilated) His lifestyle doesn't fit in with the group. Ο τρόπος ζωής του δεν ταιριάζει με την ομάδα. |
κάνω σε κπtransitive verb (clothing: be correct size for [sb]) Does this shirt fit you, or is it too big? Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο; |
μου κάνει, μου χωράειintransitive verb (clothing: be correct size) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My shoes don't fit any more. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
χωράωintransitive verb (have correct dimensions) (διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That table does not fit in the small room. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
χωράω σε κτ(have correct dimensions) That table does not fit in the small room. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
σε καλή φόρμαadjective ([sb]: in good shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She goes to the gym every day and is very fit. Πηγαίνει στο γυμναστήριο κάθε μέρα και είναι σε καλή φόρμα. |
κατάλληλοςadjective (competent) (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He's not fit for the job. Δεν κάνει για τη δουλειά. |
ικανόςadjective (competent) (να κάνω κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Amy wants to prove to her boss that she is fit to take on more responsibility. Η Έιμι θέλει να αποδείξει στο αφεντικό της ότι είναι ικανή να αναλάβει περισσότερες ευθύνες. |
κατάλληλος(suitable) (για κάποιον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This meal is fit for a king. Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες. |
κατάλληλος(suitable) (για κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The meat is fit for use as animal food. Το κρέας είναι κατάλληλο για χρήση ως ζωοτροφή. |
κατάλληλοςadjective (opportune) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is no fit time to ask such questions. |
έτοιμος(ready) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These old boots are fit for the rubbish bin. |
κρίσηnoun (acute attack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He suffers from fits, periodically. |
κρίσηnoun (spell, onset) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She had a bad fit of coughing. |
εφαρμογήnoun (how well [sth] fits) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't like the fit of that dress. Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος. |
ταιριάζωnoun ([sth] that fits) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That dress is a good fit. |
ταιριάζωnoun (figurative (match) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He is a good fit with this organization. |
ταιριάζωintransitive verb (be proper) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When speaking to dignitaries, it's important that your manners fit. |
ταιριάζω(be proper) (με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her elegant behaviour fit perfectly with the diplomatic corps. |
ταιριάζωtransitive verb (be suitable) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Does this suitcase fit your needs? |
φτιάχνωtransitive verb (adjust) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'll fit your jacket as soon as the tailor is available. |
προετοιμάζωtransitive verb (prepare) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Experience will fit you for the job. |
επιπλώνωtransitive verb (often passive (furnish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They're having their kitchen fitted. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fit in στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του fit in
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.