Τι σημαίνει το expulsar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης expulsar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expulsar στο ισπανικά.
Η λέξη expulsar στο ισπανικά σημαίνει αποβάλλω, εξοβελίζω,πετώ έξω, γεμίζω τον τόπο με, ξερνάω, ωθώ, σπρώχνω, αποβάλλω, εκπέμπω, αναδίνω, εξωθώ, εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αναδίδω, αποπνέω, αποκλείω, αποβάλλω, αερίζομαι, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, διώχνω κπ από κτ, διώχνω, απομακρύνω, βγάζω έξω, αφαιρώ την άδεια άσκησης δικηγορίας, καθαιρώ, διώχνω, αποβάλλω, απομακρύνω, διώχνω, κάνω έξωση, πετάω έξω, αποβάλλω, αποκλείω, αποβάλλω κπ από κτ, θέτω κπ σε διαθεσιμότητα, θέτω κπ σε διαθεσιμότητα από κτ, απολύομαι, εξορίζω, αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο, διώχνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης expulsar
αποβάλλω(ουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El paquete sin identificar expelía un hedor nauseabundo. |
εξοβελίζω,πετώ έξω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El exorcismo es una ceremonia para expulsar demonios. Ο εξορκισμός είναι μια τελετή για να εξοβελίσει κανείς τους δαίμονες. |
γεμίζω τον τόπο με, ξερνάωverbo transitivo (μεταφορικά, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ωθώ, σπρώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El impacto expulsó al conductor por el parabrisas porque no llevaba cinturón de seguridad. |
αποβάλλωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dicen que es muy doloroso expulsar un cálculo renal. |
εκπέμπω, αναδίνω(personas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La presión de la cámara de magma que estaba bajo tierra extrudió gases tóxicos. |
εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, αναδίδω, αποπνέω(líquido, semi líquido) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La herida está exudando un líquido claro. |
αποκλείω(deportes: a alguien) (αθλητισμός: παίκτης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποβάλλωverbo transitivo (μαθητή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La expulsaron por gritarle a una maestra. Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ' έναν καθηγητή. |
αερίζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή(de la ciudad) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διώχνω κπ από κτlocución verbal |
διώχνω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los rebeldes estaban haciendo una campaña para expulsar al rey. Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
βγάζω έξω
El guardia de seguridad expulsó a la mujer del auditorio después de que ella abuchease al orador. |
αφαιρώ την άδεια άσκησης δικηγορίας(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le prohibieron ejercer al abogado por conducta inmoral. |
καθαιρώlocución verbal (κληρικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los nativos fueron expulsados de sus aldeas por los invasores extranjeros. Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς. |
αποβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor me echó de la clase porque no quise apagar el iPod. Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου. |
απομακρύνω(κάποιον από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La expulsaron de la oficina por aceptar sobornos. Της αφαιρέθηκε το αξίωμα επειδή δεχόταν δωροδοκίες. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía desalojó a los ocupas. Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες. |
κάνω έξωση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi madre me echó de la casa. |
πετάω έξω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los padres echaron a Alan cuando se negó a pagar la renta. Οι γονείς του Άλαν τον έδιωξαν, όταν αυτός αρνήθηκε να πληρώσει το ενοίκιο. |
αποβάλλω(escuela) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo suspendieron por fumar en el baño. |
αποκλείω(κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Expulsaron a Richie de la biblioteca después de que lo encontraran robando libros. Αφότου έπιασαν τον Ρίτσι να κλέβει βιβλία, του απαγόρευσαν την είσοδο στη βιβλιοθήκη. |
αποβάλλω κπ από κτ(escuela) |
θέτω κπ σε διαθεσιμότητα(empleo) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
θέτω κπ σε διαθεσιμότητα από κτ(empleo) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
απολύομαι(militar) (στρατός: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fue apartado de la Martina. Απολύθηκε από το ναυτικό. |
εξορίζω(κάποιον από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo expulsaron de su ciudad y tuvo que vivir en otro lado. Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού. |
αποβάλλω κπ από το πανεπιστήμιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι γονείς του Ουίλιαμ εξοργίστηκαν, όταν αυτός αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω χρήσης κάνναβης. |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los padres echaron a Eva después de que ella les robara dinero. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expulsar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του expulsar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.