Τι σημαίνει το enrol στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης enrol στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enrol στο Αγγλικά.
Η λέξη enrol στο Αγγλικά σημαίνει γράφομαι, εγγράφομαι, γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ, γράφομαι σε κτ, γράφομαι, εγγράφομαι, γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης enrol
γράφομαι, εγγράφομαιintransitive verb (education: enlist, register) (εκπαίδευση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γράφομαι σε κτ, εγγράφομαι σε κτ(education: enlist, register) Gina enrolled on a course in French history. |
γράφομαι σε κτ(education: enlist, register) She didn't enroll in college till the age of twenty-two. Δε γράφτηκε στο κολέγιο μέχρι την ηλικία των εικοσιδύο. |
γράφομαι, εγγράφομαιtransitive verb (enter into register) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The school failed to enroll enough students to stay open. Το σχολείο δεν κατάφερε να δεχθεί αρκετές εγγραφές μαθητών ώστε να παραμείνει ανοικτό. |
γράφω κπ σε κτ, εγγράφω κπ σε κτ(enlist, register) The Bensons enrolled their son in a private school. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enrol στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του enrol
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.