Τι σημαίνει το encore στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης encore στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encore στο Γαλλικά.
Η λέξη encore στο Γαλλικά σημαίνει πάλι, ξανά, ακόμα, άλλος, μόλις, ακόμα, ακόμα, ακόμα, ακόμα, ακόμα, -, ξανά, πάλι, άλλος, ξανά, πάλι, όχι πάλι, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, άλλος, ακόμη, όχι ακόμα, ξανά-παίζω, που δεν είναι κακομαθημένος, που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του, κρυφός, καθυστερημένος, αργοπορημένος, υφιστάμενος, αγέννητος, άληκτος, άπαιχτος, άπαικτος, εναπομείναν, άλλος, ακόμα ένας, ακόμα καλύτερος, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, κρυφός ομοφυλόφιλος, αδιάφθορος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, και αν, ξανά και ξανά, ξανά και ξανά, και ακόμα περισσότερο, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, άλλη μια φορά, επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, ακόμα καλύτερα, ακόμα και τώρα, ξανά και ξανά, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, ακόμη χειρότερα, πόσω μάλλον, πόσο μάλλον, στον αέρα, ξανά και ξανά, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, ότι βάζει ο νους σου, τζετ-λαγκ, λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, παραμένω έγκυρος, τσαμπουνάω, αποστομώνω, που δεν έχει αποκλειστεί, φρέσκος, άπειρος, αμάθητος, άμαθος, ακόμα καλύτερος, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, ακόμη χειρότερος, που δεν έχει αναπτυχθεί, αναπόδεικτος, -, άλλη μια φορά, ακόμα μια φορά, άλλη μια φορά, ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο, ακόμα καλύτερα, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ή, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω, ακόμα ένας, πολλοί άλλοι, μέτριος, καλούτσικος, στο μέλλον, μελλοντικά, για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα, κι άλλο!, ανκόρ!, περισσότεροι, πλήρης, έντονα, ισχύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης encore
πάλι, ξανά(une nouvelle fois) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'était drôle ! Faisons-le encore. Oh mince ! Je l'ai encore fait. Πλάκα είχε αυτό! Ας το ξανακάνουμε. Ωχ, όχι! Το ξαναέκανα. |
ακόμα(pour le moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je ne peux pas lui parler, nous n'avons pas encore été présentés. Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα. |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Pourrais-je avoir encore la même quantité ? Θα ήθελα άλλο τόσο, παρακαλώ. |
μόλιςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mais je l'ai vu encore hier ! Μα τον είδα μόλις χθες! |
ακόμαadverbe (continuité) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il n'avait pas pris de petit-déjeuner, mais il n'avait toujours pas faim. Παρόλο που (or: Αν και) δεν είχε φάει πρωινό, δεν πεινούσε. |
ακόμαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me sens encore plus mal que j'en ai l'air. Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω. |
ακόμαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai encore été piqué par un moustique. Έχω άλλο ένα τσίμπημα από κουνούπι. |
ακόμαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle n'est pas encore là. Δεν έχει έρθει ακόμα. |
ακόμαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avec une encore plus grande diplomatie, il dit qu'il ne mangerait rien de plus. Με ακόμα μεγαλύτερη λεπτότητα είπε ότι δεν θα έτρωγε τίποτα άλλο. |
-adverbe (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Si la pluie empire encore, nous allons devoir reporter le match. Αν χειροτερέψει και άλλο ο καιρός θα πρέπει να αναβάλλουμε τον αγώνα. |
ξανά, πάλι(de façon répétitive) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle ne cessait de répéter. "Je n'en crois pas mes yeux'' encore et encore. |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Nous avons beaucoup de nourriture. En voulez-vous plus ? Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο; |
ξανά, πάλι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'arrive pas à croire que tu es arrivé en retard une fois de plus. Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα. |
όχι πάλι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pas encore ! Je t'ai déjà dit que la sauce tomate est dure à enlever sur les chemises blanches ! |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il reste encore beaucoup de gâteau : en voulez-vous un peu plus ? |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Voulez-vous plus de lait ? Θέλεις άλλο γάλα; |
ακόμηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'aimerais une belle voiture et plein d'autres choses encore. Θα ήθελα ένα καλό αυτοκίνητο και πολλά πράγματα ακόμη. |
όχι ακόμαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je ne parle pas encore couramment espagnol. Δεν μιλάω ακόμα άπταιστα ισπανικά. |
ξανά-παίζω(un CD,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bien que le CD soit vraiment vieux, les enfants veulent toujours le repasser. |
που δεν είναι κακομαθημένος(personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Miranda était une fille charmante, préservée des influences sordides du monde. |
που δεν υπάρχουν αποδείξεις για την αξία του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le patron était réticent à l'idée d'embaucher un candidat inexpérimenté (or: qui n'avait pas encore fait ses preuves). |
κρυφός(homosexuel) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καθυστερημένος, αργοπορημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Je devais rendre ma dissertation hier ; elle est en retard. Nicholas a deux livres en retard dans sa chambre : il faut vraiment qu'il les rende à la bibliothèque. Υποτίθεται πως θα παρέδιδα το δοκίμιό μου χτες. Τώρα πλέον είναι καθυστερημένο. |
υφιστάμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il n'y a maintenant plus qu'une copie encore existante de cette œuvre. |
αγέννητοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άληκτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπαιχτος, άπαικτος(έργο: απαρουσίαστο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εναπομείναν
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous reste-t-il encore du pain ? Έχει περισσέψει καθόλου ψωμί; |
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Je te donne encore une chance. |
ακόμα ένας
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
ακόμα καλύτεροςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) D'accord, tu as mis ton linge dans la machine à laver, mais si tu pouvais la mettre en marche, ça serait encore mieux. |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότεροadjectif (ακολουθεί επίθετο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cette année, les épisodes de "Love or Lust" sont encore moins intéressants que ceux de l'année dernière. |
κρυφός ομοφυλόφιλος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αδιάφθορος(personne) (για ανθρώπους) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ(compétences) |
και ανadverbe (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans ce pays, il ne neige que quelques jours par an, et encore. Σε αυτό το τμήμα της χώρας χιονίζει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, και αν. |
ξανά και ξανά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ma sœur m'a rendu dingue à chanter la même chanson sans arrêt. Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά. |
ξανά και ξανάlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Quand on s'entraîne, on doit faire la même chose encore et encore. |
και ακόμα περισσότεροlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άλλη μια φοράlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le public applaudit et le groupe monta encore une fois sur scène pour un rappel. Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει. |
άλλη μια φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encore une fois, vous m'avez rendu votre dissertation en retard. |
άλλη μια φοράlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Veuillez répéter encore une fois la question. |
επανειλημμένως, κατ' επανάληψη, ξανά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμήςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aujourd'hui encore, toute la lumière n'a pas été faite sur cette affaire. |
ακόμα καλύτεραadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμα και τώραlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Encore aujourd'hui, certains croient que l'on n'a jamais marché sur la lune. |
ξανά και ξανάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est encore et encore le même problème... |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροlocution adverbiale (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il y a en général beaucoup de trafic sur cette route, et d'autant plus à l'heure de pointe. |
ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ακόμη χειρότεραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πόσω μάλλονlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πόσο μάλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne rentre pas dans la taille moyenne, et encore moins dans la petite taille. Δεν μπορώ καν να χωρέσω στο μεσαίο μέγεθος, πόσο μάλλον στο μικρό. |
στον αέρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξανά και ξανάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ότι βάζει ο νους σου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon tiroir à bric-à-brac est rempli de trombones, de vieilles photos, de lunettes de soleil, et que sais-je encore. |
τζετ-λαγκ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Παθαίνω τζετ-λαγκ όταν ταξιδεύω και αλλάζω παραπάνω από τέσσερις ζώνες ώρας. |
λίγο παραπάνω, λίγο ακόμη, λίγο ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai déjà mis du sel dans les pommes de terre mais je crois qu'il en faut un peu plus (or: encore un peu). |
δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι
Je vais retenter de le joindre mais il est peut-être en réunion. |
παραμένω έγκυρος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσαμπουνάω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Τι στο καλό μου τσαμπουνάς; |
αποστομώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που δεν έχει αποκλειστείlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les équipes encore en lice joueront la dernière phase du tournoi. |
φρέσκος(nourriture) (για φαγητό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άπειρος, αμάθητος, άμαθοςlocution adjectivale (débutant) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμα καλύτεροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Est-ce que je pourrais avoir un peu plus de thé, s'il vous plaît ? |
ακόμη χειρότεροςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
που δεν έχει αναπτυχθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναπόδεικτοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La voiture a fait des tonneaux plusieurs fois de suite avant de s'arrêter sur le toit. Το αυτοκίνητο αναποδογύρισε ξανά και ξανά και τελικά σταμάτησε με την οροφή κάτω. |
άλλη μια φορά, ακόμα μια φοράlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Une fois encore, il a raté l'examen. Une fois encore, mon fils a oublié de faire son lit. Απέτυχε στο διαγώνισμα για άλλη μια φορά. Για ακόμα μια φορά, ο γιος μου ξέχασε να στρώσει το κρεβάτι του. |
άλλη μια φορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακόμα περισσότερο, ακόμα πιοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu fais ça pour elle, elle t'aimera encore plus. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επαγρύπνηση είναι ακόμα πιο απαραίτητη τώρα απ' ό,τι πριν από δύο χρόνια. Αν το κάνεις αυτό για εκείνη, θα σε αγαπήσει ακόμα περισσότερο. |
ακόμα καλύτεραadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il joue de la guitare encore mieux que nous l'avions imaginé. Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε. |
ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότεροlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ήconjonction (plusieurs noms) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Les îles sont connues sous le nom de Malouines, ou encore Las Islas Malvinas. Τα νησιά είναι γνωστά ως Νήσοι Φώκλαντ ή Νήσοι Μαλβίνες. |
λίγο ακόμη, λίγο ακόμα, λίγο περισσότερο, λίγο παραπάνω
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Donne-moi encore un peu de pastèque. |
ακόμα ένας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'avais une bière pression. J'en prendrais encore une, s'il vous plaît. |
πολλοί άλλοιnom masculin pluriel (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ces objectifs, et bien d'autres encore, seront atteints à la conférence de vendredi. |
μέτριος, καλούτσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το φαγητό ήταν καλούτσικο, υποθέτω - τίποτε το ιδιαίτερο. |
στο μέλλον, μελλοντικά(dans l'avenir) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mes 60 ans, c'est encore bien loin. |
για λίγο ακόμη, για λίγο ακόμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La petite fille a demandé à sa mère si elle pouvait continuer à jouer dehors encore un peu. |
κι άλλο!, ανκόρ!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Les gens du public étaient debout et applaudissaient en criant : « une autre ! » Τα μέλη του ακροατηρίου σηκώθηκαν όρθια και χειροκροτούσαν. «Κι άλλο!» φώναζαν. |
περισσότεροι
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Cent personnes ont voté pour lui, mais encore plus contre lui. Εκατό ψήφισαν υπέρ του, αλλά περισσότεροι (or: πιο πολλοί) εναντίον του. |
πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oui, on a encore beaucoup de spaghetti. Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες. |
έντονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ισχύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le juge a établi que la loi restait valable (or: restait d'actualité). |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encore στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του encore
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.