Τι σημαίνει το emotional στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης emotional στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emotional στο Αγγλικά.

Η λέξη emotional στο Αγγλικά σημαίνει ευσυγκίνητος, συναισθηματικός, συγκινητικός, συναισθηματική κακοποίηση, συναισθηματικό φορτίο, συναισθηματική διαταραχή, ψυχική υγεία, συναισθηματική αστάθεια, συναισθηματική νοημοσύνη, συναισθηματική εργασία, συναισθηματική εργασία, συναισθηματικό ξέσπασμα, ψυχοκάθαρση, συναισθηματική σταθερότητα, συναισθηματική ισορροπία, συναισθηματική υποστήριξη, ζώο συναισθηματικής στήριξης, συγκινούμαι, έντονα συναισθηματικός, έντονα συναισθηματικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης emotional

ευσυγκίνητος

adjective (person: sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is an emotional person.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι αρκετά συναισθηματικός τύπος, εξού και η αγάπη του για την ποίηση.

συναισθηματικός

adjective (involving the emotions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His illness was emotional in nature.
Η ασθένειά του ήταν συναισθηματικής φύσεως.

συγκινητικός

adjective (event: moving)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The death of the hero is an emotional moment in the story.
Ο θάνατος του ήρωα είναι μια συγκινητική στιγμή της ιστορίας.

συναισθηματική κακοποίηση

noun (psychological mistreatment)

The child has suffered continuous emotional abuse while under the care of his aunt.

συναισθηματικό φορτίο

noun (burden of personal experience)

συναισθηματική διαταραχή

noun (psychological problem)

Dr. Fredericks had never encountered a similar emotional disorder before.

ψυχική υγεία

noun (psychological well-being)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Meditation is a good tool to maintain sound emotional health.

συναισθηματική αστάθεια

noun (tendency change emotions easily)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The patient is suffering from emotional instability.

συναισθηματική νοημοσύνη

noun (empathy and social skills)

συναισθηματική εργασία

noun (meeting social and family demands)

συναισθηματική εργασία

noun (hiding feelings for professional reasons)

συναισθηματικό ξέσπασμα

noun (sudden tears or anger) (ξαφνικά κλάματα θυμού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The judge's decision sparked an emotional outburst from the victim's family.

ψυχοκάθαρση

noun (catharsis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her death after such long and painful suffering was an emotional release for all of us.

συναισθηματική σταθερότητα, συναισθηματική ισορροπία

noun (degree of psychological balance)

συναισθηματική υποστήριξη

noun (psychological help)

Counsellors provide emotional support to patients.

ζώο συναισθηματικής στήριξης

noun (provides psychological support)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συγκινούμαι

verbal expression (react with strong feelings)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She gets very emotional when she talks about her father.

έντονα συναισθηματικός

adjective ([sb]: quick to respond emotionally)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έντονα συναισθηματικός

adjective (involving intense feeling)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He become highly emotional when he spoke about his struggle.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emotional στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του emotional

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.