Τι σημαίνει το écart στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης écart στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του écart στο Γαλλικά.
Η λέξη écart στο Γαλλικά σημαίνει χάσμα, ελιγμός, παρέκκλιση, απόκλιση, παρέκκλιση, απόκλιση, παρέκκλιση, κατηγορία, απόκλιση, παρέκκλιση, απόσταση, εύρος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μικρή αυξομείωση τιμής, κάνω ελιγμό, απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, απόμερος, τυπική απόκλιση, αποκλείω, διαφοροποιημένος, απομόνωση, ήσυχος, τινάζομαι, αμέτοχος, σε απόσταση, λάθος, σφάλμα, διαφορά, χάσμα επιδόσεων, αρνητικό παραγωγικό κενό, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, αποφεύγω, αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσης, εξισώνω, μένω μακριά από κπ/κτ, αποφεύγω, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, μένω σε απόσταση, μακριά από, χωριστά, χώρια, σε απόσταση, μένω μακριά από κπ/κτ, εξισώνω κτ με κτ, αποκλείω, μετατοπισμένος, απομάκρυνση, το ότι με αποκλείουν, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, μένω μακριά από κπ/κτ, χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα, εκτός, σπαγκάτο, έξω από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης écart
χάσμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a un écart considérable entre le mode de vie des jeunes et celui de leurs parents. |
ελιγμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Une embardée à la dernière minute a évité une collision. Ο ελιγμός της τελευταίας στιγμής απέτρεψε τη σύγκρουση. |
παρέκκλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le professeur s'attend à ce que ses instructions soient suivies à la lettre, sans le moindre écart. |
απόκλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un écart de seulement deux degrés suffira largement à faire dévier le missile de sa trajectoire. Τυχόν απόκλιση έστω και 2 μοιρών θα στείλει τον πύραυλο εκτός πορείας. |
παρέκκλισηnom masculin (από συνήθειες κλπ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) S'essayer aux sports extrêmes était un sacré écart pour Adam : en temps normal, il était davantage porté sur des activités intellectuelles. Το ότι δοκίμασε extreme αθλήματα ήταν πραγματικά κάτι διαφορετικό για τον Άνταμ· συνήθως τον ενδιέφεραν περισσότερο οι πνευματικές αναζητήσεις. |
απόκλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'écart entre les résultats des deux sondages est surprenant. |
παρέκκλιση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a un écart important entre tes résultats du deuxième trimestre et du premier. Qu'est-ce qui s'est passé ? |
κατηγορία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a dix participants dans la tranche d'âge allant de douze à quatorze ans. Στην ηλικιακή κατηγορία δώδεκα με δεκατέσσερα, υπάρχουν δέκα αντίπαλοι. |
απόκλιση, παρέκκλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les statistiques présentent un écart par rapport à la norme. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quelle distance y-a-t-il entre ici et là-bas ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου. |
εύρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les statistiques peuvent mesurer l'amplitude du plus petit au plus grand et déterminer la moyenne. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Cartes) La défausse de Robert était due à ce qu'il n'avait pas de bonnes cartes. |
μικρή αυξομείωση τιμής(Finance, anglicisme) (οικονομία: χρηματιστήριο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le tick équivaut normalement à 0,01 % de la valeur de l'unité de négociation. Το ελάχιστο μέγεθος μεταβολής τιμών είναι, συνήθως, το 0,01% της αξίας της μονάδας διαπραγμάτευσης. |
κάνω ελιγμόverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai fait une embardée pour éviter un cerf. Έκανα έναν ελιγμό για να μη χτυπήσω ένα ελάφι. |
απομονώνομαι από κτ/κπ, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ(s'écarter : émotionnel) Préférant la solitude, je me tenais à l'écart du groupe. |
απόμερος(μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le cottage est plutôt isolé : tes voisins les plus proches sont à deux miles. Αυτό το εξοχικό σπίτι είναι εντελώς απομονωμένο: οι κοντινότεροι γείτονες βρίσκονται δυο μίλια μακριά. |
τυπική απόκλισηnom féminin Nous tolérons un écart-type de 2% dans les résultats des mesures. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω. |
διαφοροποιημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απομόνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'aliénation des chefs étrangers ne va pas améliorer la situation. Η αποξένωση των ηγετών άλλων χωρών δε θα βελτιώσει την κατάσταση. |
ήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ils ont trouvé une clairière tranquille dans la forêt, et se sont arrêtés là pour se reposer. |
τινάζομαι(cheval, technique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cheval broncha quand le pistolet fit feu accidentellement. |
αμέτοχοςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La plupart des enfants prirent part au jeu, mais Max restait à l'écart. Τα περισσότερα παιδιά συμμετείχαν στο παιχνίδι, αλλά ο Μαξ ήταν αμέτοχος. |
σε απόστασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il reste prudemment à l'écart des débats passionnés. |
λάθος, σφάλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η συμπεριφορά του Τομ έδειχνε ένα μεγάλο σφάλμα στην κρίση του. |
διαφοράnom masculin (sport) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάσμα επιδόσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αρνητικό παραγωγικό κενόnom masculin (μακροοικονομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nous l'avons inscrite à des cours particuliers pour tenter de réduire l'écart entre son niveau de lecture et celui qu'elle devrait avoir. |
αποφεύγωverbe transitif indirect (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reste à l'écart de Pierre, il est malsain. |
αεροσκάφος: περιμένω σε απόσταση 200 ποδιών από τον αεροδιάδρομο για να πάρω εντολή προσγείωσηςlocution verbale (Aéronautique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξισώνω(figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μένω μακριά από κπ/κτ(μεταφορικά) |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Reste à l'écart de ce type, il ne t'attirera que des ennuis. |
οπισθοχωρώ, υποχωρώlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me suis tenue à l'écart pour ne pas être brûlée par les flammes. |
μένω σε απόστασηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les filles se tenaient à l'écart. Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση. |
μακριά από, χωριστά, χώρια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a construit sa maison à l'écart du reste du village. Έχτισε το σπίτι του μακριά από το υπόλοιπο χωριό. |
σε απόστασηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ils se sont assis à l'écart pour discuter plus tranquillement. |
μένω μακριά από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne t'approche pas de moi ! J'ai la rougeole ! Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά. |
εξισώνω κτ με κτ(figuré) |
αποκλείωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle voulait devenir membre de ce groupe très populaire mais ils l'ont tenue à l'écart. |
μετατοπισμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le levier est un peu à l'écart, vers la gauche. Ο μοχλός είναι λίγο μετατοπισμένος προς τα αριστερά. |
απομάκρυνσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το ότι με αποκλείουνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le patron garde ses distances avec ses employés. Ο διευθυντής κρατάει αποστάσεις από τους εργαζομένους. |
μένω μακριά από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώρια, χωριστά, ξεχωριστά, ξέχωρα(de côté) (όχι μαζί) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Laisse la sauce soja à part (or: de côté) jusqu'à ce que tu manges le riz. Φυλάξτε τη σάλτσα σόγιας χώρια από το ρύζι μέχρι να τα φάτε. |
εκτός
Mon père m'a gardé à l'écart de l'école pendant une semaine. Ο πατέρας μου με κράτησε μακριά από το σχολείο για μια εβδομάδα. |
σπαγκάτοnom masculin (Gymnastique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle était suffisamment souple pour faire le grand écart. |
έξω από
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του écart στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του écart
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.