Τι σημαίνει το disons στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης disons στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disons στο Γαλλικά.
Η λέξη disons στο Γαλλικά σημαίνει λέω, λέω, τελώ, λέω, υποθέτω, λέω, δείχνω, αποκαλύπτω, μαρτυράω, λέω, λέω, προσδιορίζω, καταλαβαίνω, λέω, θέτω, μιλάω, εκφράζω, διατυπώνω, περίπου, για παράδειγμα, λέω, λέω να γίνει κτ, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ, λόγος, δηλαδή, με άλλα λόγια, πιάνω κπ, λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου, πιάνω το νόημα, αποχωρίζομαι, σημαίνω, σημαίνω, λέω ψέματα, καρφώνω, αποσπώ, μοίρα, χαιρετάω, χαιρετώ, λέω ψέματα, σημαίνω, βρίζω, νόημα, ενθουσιασμός, ρούφηγμα της μύτης, αρνούμαι, αρνιέμαι, γνωστός, γνώριμος, οικείος, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, χάνω τα λόγια μου, που δεν ξέρει τι να πει, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, σιωπηλός, βουβός, χωρίς λέξη, χωρίς κουβέντα, δηλαδή, δηλαδή, σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει, κατά κάποιο τρόπο, κατά έναν τρόπο, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα, το λιγότερο, τουλάχιστον, περιττό να λεχθεί, με άλλα λόγια, ειλικρινά, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξη, για την ακρίβεια, είναι λογικό, είναι εύλογο, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, εν συντομία, είναι αυτονόητο, μαντεία, ο τρόπος που το θέτω, ρεζουμέ, νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες, βρομόλογα, δεν έχω τίποτα να πω, βάζω κουλούρα, επιβεβαιώνω, αποχαιρετώ, εννοείται, έχω πολλά να πω για κτ, μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτ, δεν έχω πολλά να πω, τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, κακολογώ, λέω καλά λόγια για κπ, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλός, κάτι μου θυμίζει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης disons
λέωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dexter a dit "J'ai faim". Il a dit que le livre était bleu. O Ντέξτερ είπε «Πεινάω». Είπε πως το βιβλίο είναι μπλε. |
λέωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On dit qu'elle est le meilleur peintre de sa génération. Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της. |
τελώverbe transitif (Religion, catholicisme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prêtre a dit la messe dimanche. |
λέω, υποθέτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Disons (or: Supposons) qu'il a raison. Ας πούμε (or: ας υποθέσουμε) ότι έχει δίκιο. |
λέωverbe transitif (une prière) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants ont dit (or: ont récité) une prière pour leurs parents. |
δείχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le thermomètre indique 20 degrés. |
αποκαλύπτω, μαρτυράω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John fit de son mieux pour ne rien dire à propos de la fête surprise de Jane. J'étais contrarié, mais je n'ai rien dit. Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα. |
λέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les garçons seront des garçons, comme le dit le proverbe. |
λέωverbe transitif (estimer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Disons qu'il y a cinq kilomètres d'ici à là-bas. Ας πούμε πως είναι τρία μίλια από εδώ ως εκεί. |
προσδιορίζωverbe transitif (déterminer, fixer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dites votre prix et je le paierai. Απλά προσδιόρισε (or: πες) την τιμή σου και θα σε πληρώσω. |
καταλαβαίνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Difficile de dire qui c'est avec cette lumière. |
λέωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le coupable a décidé de dire la vérité. |
θέτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand je le lui dirai, je le présenterai de manière à ne pas la perturber. Όταν της το πω, θα το θέσω έτσι ώστε να μην την ταράξω. |
μιλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je l'ai interrogé, mais il ne veut pas parler. Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα. |
εκφράζω, διατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pourriez-vous exprimer ceci dans un langage clair ? Je ne comprends pas vos termes techniques. Μπορείς να το πεις με απλά ελληνικά; Δεν καταλαβαίνω την τεχνική ορολογία. |
περίπουadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il devait y avoir, disons, 200 personnes. |
για παράδειγμαadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Choisissez n'importe quel nombre, disons 7 (or: 7 par exemple), et multipliez-le par 4. |
λέωverbe transitif (ordonner) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maman dit d'arrêter de vous disputer ou vous serez punis. Η μαμά λέει να σταματήσετε τον καβγά γιατί αλλιώς θα σας βάλει τιμωρία. |
λέω να γίνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Papa dit de venir dîner tout de suite. |
ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu te dis musicien, mais est-ce la vérité ? Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό; |
λόγοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les parents ont décidé qu'il était l'heure de se coucher et les enfants n'ont pas eu leur mot à dire. |
δηλαδήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé. C'est-à-dire que je ne le referai plus. Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω. |
με άλλα λόγιαadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου, λέω την άποψή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω το νόημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποχωρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La jeune femme a quitté ses parents et s'est lancée dans le monde. |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que signifie le mot "available" ? Τι πάει να πει «available»; |
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Savez-vous ce que signifie ce mot ? |
λέω ψέματα
|
καρφώνω(μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μη με δώσεις στο δάσκαλο, δεν θα σε ξαναπειράξω! |
αποσπώ(des informations,...) (μεταφορικά, λόγιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο κατάσκοπος κατάφερε να εκμαιεύσει πληροφορίες από την κυβέρνηση. |
μοίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le médium a prédit l'avenir à Sarah. Το μέντιουμ είπε στη Σάρα τη μοίρα της. |
χαιρετάω, χαιρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans ce petit village, les étrangers te saluent dans la rue. Σε αυτή τη μικρή πόλη η άγνωστοι σε χαιρετάνε στον δρόμο. |
λέω ψέματα
|
σημαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lumière verte signifie "Allez-y". Το πράσινο φως σημαίνει «φύγαμε». |
βρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ce n'est pas poli de jurer. Είναι αγένεια να βρίζεις. |
νόημαnom masculin (raison) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je n'ai pas compris l'objet de son propos (Je n'ai pas compris où il voulait en venir). Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε. |
ενθουσιασμός(για κτ, με κτ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρούφηγμα της μύτης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρνούμαι, αρνιέμαι(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il l'a demandée deux fois en mariage mais elle l'a rejeté à chaque fois. |
γνωστός, γνώριμος, οικείος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son visage m'est familier. Το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό. |
πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις(δύσκολο στην εφαρμογή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Perdre du poids, c'est plus facile à dire qu'à faire. |
χάνω τα λόγια μουverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν ξέρει τι να πει(plus soutenu) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν μπορώ να πω με σιγουριάadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είναι σίγουρο, είναι αλήθεια(ανεπιφύλακτα, με σιγουριά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) On peut dire sans trop s'avancer que la plupart des enfants aiment la pizza. |
σιωπηλός, βουβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς λέξη, χωρίς κουβένταlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
δηλαδή
|
δηλαδήlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
σαν να ήθελε να πει, σαν να προσπαθούσε να πει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il hocha la tête comme pour lui dire au revoir. |
κατά κάποιο τρόποlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά έναν τρόποlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vérité, je ne l'aime pas, il est trop arrogant |
παραδόξως, αναπάντεχα, απρόσμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Chose étonnante, je n'avais jamais mis les pieds dans une église avant aujourd'hui. |
το λιγότερο, τουλάχιστον
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ces commentaires étaient déplacés, c'est le moins que l'on puisse dire. Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος. |
περιττό να λεχθεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il va sans dire que je n'y retournerai pas. |
με άλλα λόγιαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a perdu tout son argent aux courses, il est pour ainsi dire ruiné. |
ειλικρινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς να πω μια λέξη, χωρίς ούτε μια λέξηadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
για την ακρίβεια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν αγνοώ τον αδερφό σου. Για την ακρίβεια τον κάλεσα για δείπνο απόψε. |
είναι λογικό, είναι εύλογο
(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Il va sans dire que si un employé souffre de stress, sa productivité baisse. |
πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβειςadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εν συντομία
Tout ça pour dire que je suis enceinte. |
είναι αυτονόητοinterjection (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tu es toujours belle, ça va sans dire ! |
μαντεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ο τρόπος που το θέτωnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est une drôle de façon de le dire. J'ai cru que tu voulais dire autre chose. |
ρεζουμέ(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tout cela pour dire que vous ne pouvez plus arriver en retard au travail dorénavant. Το ρεζουμέ είναι ότι δεν μπορείς πλέον να αργείς στη δουλειά. |
νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίεςnom féminin (Droit, Can) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρομόλογα(familier) (καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δεν έχω τίποτα να πω(για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω κουλούρα(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ils prévoient de se marier cet été. |
επιβεβαιώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prévenu a répondu "oui" aux questions du juge lui demandant son identité. |
αποχαιρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les amis d'Edward lui ont dit adieu avant qu'il ne s'embarque dans son voyage. |
εννοείταιlocution verbale (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Cela va sans dire qu'il ne faut pas laisser son vélo sans antivol en ville. |
έχω πολλά να πω για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου πέφτει λόγος σε κτ, έχω λόγο σε κτlocution verbale (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout le monde a eu son mot à dire dans la prise de décision. |
δεν έχω πολλά να πωlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le professeur n'avait pas grand-chose à dire sur l'incident. |
τα λέω στα ίσια, λέω τα πράγματα με το όνομά τους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le PDG a été direct : « L'entreprise doit changer ou en subira les graves conséquences. » |
μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous venez avec de bonnes recommandations : M. Jones dit beaucoup de bien de vous. |
κακολογώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ne devrais pas dire du mal des gens quand ils ne sont pas là. On ne doit pas dire du mal des morts. |
λέω καλά λόγια για κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λέω τα πράγματα με το όνομά τουςlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Okay, je vais te dire ce qu'il en est réellement, mais ne te fâche pas ! |
δεν λέω κουβέντα, μένω σιωπηλόςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne fais pas de bruit, et ne dis pas un mot, ou ils découvriront notre cachette. Να είσαι ήσυχος και να μείνεις σιωπηλός ειδάλλως θα βρουν που κρυβόμαστε. |
κάτι μου θυμίζει(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je ne sais pas si je le connais, mais son nom me dit quelque chose. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disons στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του disons
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.