Τι σημαίνει το dirty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dirty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dirty στο Αγγλικά.

Η λέξη dirty στο Αγγλικά σημαίνει βρόμικος, βρόμικος, βρόμικα, σπασμένος, βρόμικος, αυστηρός, αντιαθλητικός, λερώνομαι, λερώνω, λερώνω, σκούρο ξανθό, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, σκούρος ξανθός, που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, βρόμικα χέρια, βρόμικα χέρια, πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο, άπλυτα, τα άπλυτα, άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά, βρόμικο χρήμα, τσόντα, πορνοταινία, βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης, βρομόλογα, βρομοδουλειά, απατεωνιά, βρώμικος πόλεμος, ακάθαρτο νερό, βρομόνερο, παλιοκουβέντα, χαμαλοδουλειά, βρομοδουλειά, που έχει βρώμικο μυαλό, κάνω τη βρόμικη δουλειά, λερώνομαι, κάνω αταξίες, αγριοκοιτάζω, παίζω βρόμικα, τσαπατσούλικος, μιλώ πρόστυχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dirty

βρόμικος

adjective (not clean) (μη καθαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The boy's pants were dirty because he was playing on the ground.

βρόμικος

adjective (obscene) (μτφ: άσεμνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He liked to tell dirty jokes.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με προκαλούσε με πρόστυχες (or: χυδαίες) χειρονομίες.

βρόμικα

adverb (unsportsmanlike) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Did you see what he did? He plays dirty.
Είδες τι έκανε; Παίζει βρόμικα.

σπασμένος

adjective (colour: not clear)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
It wasn't white, but more of a dirty white.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Καλύτερα να βάψεις τον τοίχο σε απόχρωση βρώμικου ροζ για να μην μοιάζει με παιδικό δωμάτιο.

βρόμικος

adjective (unpleasant) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The new employees have to do the dirty work.

αυστηρός

adjective (mean, insulting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She gave her son a dirty look and he stopped misbehaving.

αντιαθλητικός

adjective (unsportsmanlike)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That was a dirty foul!

λερώνομαι

intransitive verb (make dirty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water dirtied when he stepped in it.

λερώνω

transitive verb (make dirty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dirtied the water by stepping in it.

λερώνω

transitive verb (baby: poop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Has the baby dirtied his pants again?
Το μωρό λέρωσε πάλι την πάνα του;

σκούρο ξανθό

noun (hair color: dark blond)

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

noun (person with dark-blond hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκούρος ξανθός

adjective (hair: dark-blond) (μαλλιά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Her hair used to be bright blonde, but now it's more dirty blonde.

που έχει σαντρέ μαλλιά, που έχει σκούρα ξανθά μαλλιά

adjective (person: having dark-blond hair)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βρόμικα χέρια

plural noun (figurative (guilt) (ενοχή, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Walters accused the politician of having dirty hands because of his involvement in a financial scandal.

βρόμικα χέρια

plural noun (literal (hands which are not clean)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πονηρό αστείο, βρόμικο αστείο

noun (vulgar piece of humour)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was accused of sexual harassment because he kept telling dirty jokes at work.

άπλυτα

noun (linen and clothes to be washed)

Place your dirty laundry into the washing machine.

τα άπλυτα

noun (figurative (unsavoury private business) (μεταφορικά: προσωπικές υποθέσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's impolite to air one's dirty laundry in public.
Είναι αγένεια να βγάζεις στη φόρα τα άπλυτα του άλλου.

άγρια ματιά, βλοσυρή ματιά

noun (informal (face: resentful expression)

He gave her a dirty look when she testified against him.

βρόμικο χρήμα

noun (figurative (money obtained by immoral means) (μεταφορικά)

The gangsters used various dummy businesses to launder their dirty money.
Οι εγκληματίες χρησιμοποίησαν διάφορες εικονικές επιχειρήσεις, για να ξεπλύνουν το βρόμικο χρήμα τους.

τσόντα, πορνοταινία

noun (informal (pornographic film) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boys hid the dirty movie under the mattress so their mom wouldn't find it.

βρομόγερος, πορνόγερος, γερο-σαλιάρης

noun (informal, pejorative (elderly, lecherous man) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
If you keep looking at her like that she'll think you're a dirty old man.

βρομόλογα

noun (slang (lewd sexual language) (καθομιλουμένη: ερωτικού περιεχομένου)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The couple enjoy dirty talk in the bedroom.

βρομοδουλειά, απατεωνιά

noun (slang (act: unfair, dishonest) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's a con artist, so watch out for his dirty tricks.
Είναι επαγγελματίας απατεώνας. Γι’ αυτό έχε το νου σου για τις παγαποντιές του.

βρώμικος πόλεμος

noun (war: regime against insurgents) (μεταφορικά)

ακάθαρτο νερό, βρομόνερο

noun (water which is unclean)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students refused to drink the dirty water from the school water fountain.

παλιοκουβέντα

noun (slang, figurative ([sth] unmentionable) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
For me "work" is a dirty word.
Για μένα η λέξη «δουλειά» είναι μια παλιοκουβέντα.

χαμαλοδουλειά

noun (figurative (unpleasant task) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was sick and tired of doing all her dirty work for her.

βρομοδουλειά

noun (figurative (immoral or illegal action) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mob boss hired goons to handle his dirty work.
Το αφεντικό της συμμορίας προσέλαβε μερικούς τραμπούκους, για να κάνουν τις βρομοδουλειές του.

που έχει βρώμικο μυαλό

adjective (frequently thinks about sex) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω τη βρόμικη δουλειά

verbal expression (figurative, slang (perform a disagreeable task)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She no longer had servants to do the dirty work for her.

λερώνομαι

intransitive verb (become soiled)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't wear white shoes in the rain or they will get dirty.

κάνω αταξίες

verbal expression (slang (perform sexual acts) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After the kids go to bed we can open a bottle of wine and get dirty!

αγριοκοιτάζω

verbal expression (informal (look resentfully at)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω βρόμικα

verbal expression (informal, figurative (use unfair or dishonest tactics) (μεταφορικά, καθομ)

If he continues to play dirty, they will disqualify him from the match.

τσαπατσούλικος

adjective (informal, figurative (rapidly or roughly improvised) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μιλώ πρόστυχα

verbal expression (slang (use lewd sexual language)

I like it when you talk dirty to me.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dirty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του dirty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.