Τι σημαίνει το diferente στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diferente στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diferente στο ισπανικά.

Η λέξη diferente στο ισπανικά σημαίνει διαφορετικός, ποικίλος, ποικιλόμορφος, διαφορετικός, ξεχωριστός, διάφορος, καινούριος, διαφορετικός, ασυνήθιστος, ανορθόδοξος, ασυνήθιστος, διαφορετικός, διαφορετικός, αλλιώτικος, διαφορετικά, διαφορετικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, ανόμοιος, διαφορετικός, διαφορετικός, ανόμοιος, διαφορετικός από κτ, ασύγκριτος, μοναδικός, που δεν συγκρίνεται με κτ, διαφορετικός, διαφορετικός από κπ/κτ, διαφορετικός από κτ, διαφορετικά, αλλιώς, διαφορετικά, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, εντελώς διαφορετικός, αυτό είναι άλλη ιστορία, άνιση μεταχείριση, διαφέρω σε, διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ, διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ, ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ, διαφοροποιούμαι, διαφέρω, παραλλαγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diferente

διαφορετικός

(όχι παρόμοιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él y su hermano son muy diferentes.
Αυτός και ο αδερφός του είναι εντελώς αλλιώτικοι.

ποικίλος, ποικιλόμορφος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Había diferentes respuestas, desde la negación hasta la ira.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχεις στη διάθεσή σου διαφόρων ειδών υλικά για την ανακαίνιση.

διαφορετικός, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dividiremos la clase en tres grupos diferentes.
Θα χωρίσουμε την τάξη σε τρία διαφορετικές (or: ξεχωριστές) ομάδες.

διάφορος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los diferentes platos que forman el menú abarcan todos los gustos.
Τα διάφορα πιάτα του μενού ικανοποιούν όλα τα γούστα.

καινούριος, διαφορετικός

adjetivo de una sola terminación (ασυνήθιστος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Piña en un emparedado? Bueno, eso es original.
Ανανάς σε σάντουιτς με ζαμπόν; Να κάτι καινούριο (or: διαφορετικό).

ασυνήθιστος, ανορθόδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El humor diferente del comediante no encajaba con el público.

ασυνήθιστος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me gusta Adam porque es diferente; no le gustan las mismas cosas que a los demás.
Συμπαθώ τον Άνταμ επειδή είναι διαφορετικός· δεν του αρέσουν τα ίδια πράγματα όπως σε όλους τους άλλους.

διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Varios factores pueden explicar los diferentes resultados del examen.
Πολλοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τη διαφοροποίηση στις βαθμολογίες στο τεστ.

διαφορετικός, αλλιώτικος

(afirmación)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El auto nuevo que compre es diferente al viejo que tenía.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Pepsi δεν είναι διαφορετική από την κόκα κόλα.

διαφορετικά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No sé qué vamos a hacer el día que las cosas resulten diferentes de lo planeado.
Δεν ξέρω τι θα κάνουμε αν η μέρα εξελιχθεί διαφορετικά από ότι περιμένουμε.

διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carl es un chico alegre, su gemelo es diferente.

ιδιαίτερος, ξεχωριστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jeremy escuchó el canto distintivo del mirlo.
Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα.

ανόμοιος, διαφορετικός

(όχι ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las hermanas son tan distintas, ¿cómo puedes compararlas?

διαφορετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James y Agnes tienen opiniones distintas sobre cómo criar a los niños.

ανόμοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφορετικός από κτ

ασύγκριτος, μοναδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este restaurante tiene un tiramisú único.

που δεν συγκρίνεται με κτ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El arte es diferente de la literatura.
Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία.

διαφορετικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διαφορετικός από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Éste no es muy diferente del otro pero es un poco más grande.

διαφορετικός από κτ

διαφορετικά, αλλιώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Debemos enfrentar el problema de otra manera.

διαφορετικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En la anterior oportunidad se había comportado de manera diferente, menos solícito.

που είναι πολύ διαφορετικός από κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Su vida en Canadá es muy diferente de la que tenía en Haití.
Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.

εντελώς διαφορετικός

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El pollo tiene un sabor muy diferente al de las gambas.

αυτό είναι άλλη ιστορία

expresión

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cantar pop es relativamente fácil, pero cantar ópera... Ésa es una historia diferente.

άνιση μεταχείριση

διαφέρω σε

Niños y adultos difieren en tamaño y en habilidades.

διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ

Randy no es tan diferente a su padre como cree.

διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ

Los comentarios del político son reprochables, pero no muy diferentes a los que otros dicen todos los días.

ξεχωρίζω κπ/κτ από κπ/κτ, διακρίνω κπ/κτ από κπ/κτ

Lo que le distingue de sus colegas es su firme confianza en sí mismo.
Αυτό που τον κάνει να διαφέρει (or: ξεχωρίζει) απ' τους υπόλοιπους συναδέλφους του είναι η ακλόνητη αυτοπεποίθησή του.

διαφοροποιούμαι, διαφέρω

(formal) (από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No es raro que nuestra perspectiva difiera de la suya.

παραλλαγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pruebe nuestra ensalada de pasta con un toque diferente.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diferente στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.