Τι σημαίνει το contribuir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contribuir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contribuir στο πορτογαλικά.
Η λέξη contribuir στο πορτογαλικά σημαίνει κάνω δωρεά, συνεισφέρω, συμβάλλω, συνεισφέρω σε κτ, συμβάλλω σε κτ, συνεισφέρω, συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω, τσοντάρω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, συνεισφέρω, τσοντάρω, συνεισφέρω, προσφέρω, κάνω ante, δωρίζω, χαρίζω, δίνω, προσφέρω, συνεισφέρω, συντελώ, συμβάλλω, συμβάλλω, συντελώ, πληρώνω το μερίδιό μου, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, τσοντάρω, τσοντάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contribuir
κάνω δωρεά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Entre no site da instituição de caridade se você quiser contribuir. Μπες στην ιστοσελίδα του φιλανθρωπικού σωματείου αν θέλεις να κάνεις δωρεά. |
συνεισφέρω, συμβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você estiver sem dinheiro, há outra formas de contribuir. Αν δεν έχεις χρήματα, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να συμβάλλεις. |
συνεισφέρω σε κτ, συμβάλλω σε κτverbo transitivo Muito obrigado a todos que contribuíram para a limpeza do lixo na praia. Πολλές ευχαριστίες σε όλους όσους συνεισέφεραν στον καθαρισμό της παραλίας από τα σκουπίδια. |
συνεισφέρω(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A edição desse mês é excelente. Muitos escritores famosos contribuíram. Το τεύχος αυτού του μήνα είναι εξαιρετικό. Έχουν αρθρογραφήσει πολλοί γνωστοί συγγραφείς. |
συμμετέχω, βοηθάω, συνεισφέρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todos contribuíram para ajudar a preparar a refeição. Όλοι βοήθησαν να ετοιμαστεί το φαγητό. |
τσοντάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos pedindo a todos para contribuírem com $5 para o presente do chefe. Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού. |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se todos contribuirmos com £15, isso vai cobrir a conta. Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό. |
συνεισφέρωverbo transitivo (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela contribuiu com várias boas ideias. Έδωσε αρκετές καλές ιδέες. |
τσοντάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os pais da Charlotte contribuíram com £1.000 para as despesas de viagem dela. Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της. |
συνεισφέρω, προσφέρωverbo transitivo (χρήματα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ante(pôquer) (πόκερ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δωρίζω, χαρίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Obrigado a todas as lojas locais que doaram prêmios para o sorteio de hoje. Ευχαριστούμε όλες τις τοπικές επιχειρήσεις που προσέφεραν βραβεία για τη σημερινή κλήρωση. |
δίνω, προσφέρω(κτ σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeffrey contribui com dinheiro para um abrigo de animais local todos os anos. Ο Τζέφρυ προσφέρει κάθε χρόνο χρήματα σε ένα καταφύγιο ζώων της περιοχής. |
συνεισφέρω, συντελώ, συμβάλλω(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um melhor controle de custos contribuiu para o aumento nos lucros da empresa. Ο καλύτερος έλεγχος των εξόδων έχει συμβάλει στην αύξηση των κερδών της εταιρείας. |
συμβάλλω, συντελώ(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A reportagem do jornal diz que as drogas contribuíram para o colapso. Το ρεπορτάζ της εφημερίδας λέει πως τα ναρκωτικά συνέβαλαν στο ατύχημα. |
πληρώνω το μερίδιό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω(fazer uma contribuição financeira) (χρηματικό ποσό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσοντάρω(αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se cada um de nós contribuir com $5, teremos dinheiro suficiente. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα. |
τσοντάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Eles contribuíram com 100 euros cada um e compraram uma viagem para a Grécia para a mãe deles. Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contribuir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του contribuir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.